Κυριακή 23 Νοεμβρίου 2014

Τα όνειρά μου έχουν γίνει επικίνδυνα και η αιτία είσαι εσύ, άγγελέ μου... Δεν προλαβαίνω να κλείσω τα μάτια και με αρπάζεις λες και παραμονεύεις σαν το ξωτικό πίσω απ' τα βλέφαρά μου για να με ταξιδέψεις σε παραμυθένιους κόσμους... Θεέ μου, πόσο όμορφα είναι να βρίσκομαι μαζί σου και να σου κρατώ το χέρι, να περπατώ στους δρόμους της καρδιάς σου και ν' αγναντεύω τη ζωή μέσα από τα δικά σου μάτια... Και κάθε αυγή ξυπνάω όλο και πιο δύσκολα, παλεύω να κρατηθώ κοντά σου και ν' αγνοήσω την πραγματικότητα που φωνάζει τ' όνομά μου σαν σε στρατιωτικό προσκλητήριο, δεν τα καταφέρνω μα κάποτε θα... Καταλαβαίνεις τώρα γιατί έχουν γίνει επικίνδυνα τα όνειρά μου; Γιατί ξέρω πως κάποια φορά δεν θα ξυπνήσω και δεν θα φύγω πια ποτέ ξανά από κοντά σου... Ποιος ξέρει; Ίσως αυτή η φορά να είναι απόψε... Καληνύχτα...

Τρίτη 27 Δεκεμβρίου 2011

Η ερημιά του πλήθους...

Χιλιάδες άνθρωποι
γυρνούν
στους δρόμους της Αθήνας.
Περπατούν
ασθμαίνοντας, σπρώχνοντας,τρέχοντας
σαν σμήνος εντόμων
που ξεχύνεται σε άγονο λιβάδι.
Τα πόδια τους μετρούν δεκάδες χιλιόμετρα
κι όμως
τα μάτια τους κλειστά
δεν ψάχνουν για σημάδια.
Τους οδηγεί η συνήθεια.
Χιλιάδες άνθρωποι
ξετυλίγουν το κουβάρι της ζωής τους,
τεντώνουν την κλωστή
μήπως και φθάσει
λίγο παραπέρα
και σαν το σκύλο κύκλους κάνουνε
καθένας
μες στο χρόνο,
κύκλους ομόκεντρους κι ατέλειωτους που
πάντα
θα εφάπτονται στην ίδια απαρχή.
Κι εγώ
μονάχος κάθομαι και τους κοιτώ
που πάνε.
Χιλιάδες
είναι δίπλα μου
κι ωστόσο είμαι μόνος.
Τα πρόσωπά τους μακρινά και ξένα
δε φέρνουνε στη σκέψη μου
τίποτα το οικείο.
Σαν τις σκιές
με προσπερνούν
και χάνονται πιο κάτω.
Μορφές που
δεν αξίζουνε
στη μνήμη μου μια θέση
και σαν στην άμμο σχέδια
τον άνεμο προσμένουνε και τ’ αλμυρό το κύμα.
Ψάχνω
από κάπου για να κρατηθώ
και σαν σ’ εφιάλτη
φεύγουνε όλοι μακριά μου.
Εκείνοι
τρέχουν βιαστικά
κι εγώ
ξοπίσω μένω
σαν άρρωστο θηλαστικό στου κοπαδιού
το τέλος
να περιμένει μάταια
τ’ αρπακτικά να έρθουν.
Ποια μοίρα
μ’ εγκατέλειψε
στην ερημιά του πλήθους;
Ποιος άνεμος
ναυάγησε τη βάρκα της ζωής μου
σ’ αυτή τη μεγαλούπολη
στα σάργασσα πιασμένη
δίχως κατάρτι και κουπιά σκληρά τιμωρημένη;
Τα φύκια με τυλίγουνε,
τ’ αλάτι με σκεπάζει
κι ο ήλιος
το βασίλειο αφήνει στη σελήνη.
Τα όνειρά μου
σβήνουνε
σαν το κερί που λιώνει.
Δεν πέτυχα την αλλαγή,
δεν έφερα την άνοιξη
στην παγωμένη πόλη.
Πώς θα μπορούσα
μόνος μου
ν’ αλλάξω τους πολλούς;
Πιο εύκολο
θαρρώ πως ήτανε
ν’ αλλάξουν οι πολλοί τον ένα.
Κι έτσι θα γίνεται
παντού
κάθε φορά που κάποιος σαν κι εμάς
θα προσπαθεί
να γίνει διαφορετικός.
Προτού το καταλάβει καν
θα είναι όμοιός μας,
ακόμη ένα αντίγραφο
του πρώτου και του τελευταίου
των άψυχων ανθρώπων.
Δεν είμαι
πλέον μόνος μου,
δεν κάθομαι στην άκρη.
Περπατούμε
ασθμαίνοντας, σπρώχνοντας,τρέχοντας
σαν σμήνος εντόμων
που ξεχύνεται σε άγονο λιβάδι.
Γυρνάμε
στους δρόμους της Αθήνας
και είμαστε χιλιάδες.