Σάββατο 3 Σεπτεμβρίου 2011

Σαν το ουράνιο τόξο...

Στάζει βροχή το δάκρυ μου
κι αστράφτει στην ψυχή μου,
ο πόνος κι η αγάπη μου
συνθλίβουν το κορμί μου,
τα σύννεφα του χωρισμού
σκεπάζουνε τον έρωτά μας
και οι παγίδες του μυαλού
σκοτώνουν τη χαρά μας.

Ποιος τη βροχή να σταματήσει
και πριν η σχέση μας αρχίσει,
καράβι χτυπημένο απ' το βοριά,
να μπάζει ασταμάτητα νερά,
να βγω σαν το ουράνιο τόξο
το τέλος της αγάπης μας να διώξω.

Σαν αστραπή τα λόγια σου
με τύλιξαν στη φλόγα σου
κι ένας αγέρας να φυσά
θαρρείς απεγνωσμένα
για να καλύψει τη σκια σου
μα πριν προλάβεις να χαθείς
με χέρια υψωμένα
θα σου φωνάξω σ' αγαπώ
και στην αντάρα της βροχής,
σπονδή στα περασμένα,
με την ουράνια φωτιά
την πεταμένη μου καρδιά
δώρο θα κάνω στον Θεό.


Σαν τον ληστή...

Ο ήλιος ξεμακραίνει
κι η μέρα που χωλαίνει
το σύνθημα μου δίνει
πως ήρθε η ώρα εκείνη.
Τ' ολόγιομο φεγγάρι
και τ' άστρα σαν κουμπάροι
με πήραν απ' το χέρι
και μ' έφεραν μπροστά σου
κι ένα τρελό αστέρι
μου τάζει την καρδιά σου.

Σαν τον ληστή στην κάμαρά σου
θα ζητήσω απόψε την καρδιά σου,
θα γυρέψω πασπαρτού
την ψυχή σου για ν' ανοίξω
κι απ' το κάστρο του μυαλού
ανεμόσκαλα θα ρίξω
κι όταν μέσα σου χωθώ
κάθε πόρτα θα κλειδώσω
κι αν δεν πεις το σ' αγαπώ
το κορμί σου θα στοιχειώσω.

Νιώθω τα πόδια μου βαριά
σαν δέντρα ριζωμένα
μα το φεγγάρι από ψηλά,
λαχτάρα μου,
με οδηγεί σε σένα.
Τα μάτια μου δεν σε θωρούν
μα χαμηλοκοιτάζουν
και τ' αστεράκια τ' ουρανού
οι μοίρες μας
μου λένε πως ταιριάζουν.


Της καρδιάς το δίκλινο...

Στείλε μου ένα σήμα
του έρωτα το νήμα
να κόψουμε μαζί.
Το πρώτο κάνε βήμα
και θα 'ρθω σαν το κυμα
που ψάχνει την ακτή.

Ένα σου μονάχα νεύμα
και φωτιά μέσα στο αίμα
ξεσπάει και με καίει.
Στο αδέσποτο το βλέμμα
η αλήθεια με το ψέμα
ψάχνουν της αγάπης χρέη.

Στη σκέψη μου αντίσκηνο
θαρρώ πως έχεις στήσει
μα της καρδιάς το δίκλινο
ο έρωτας πριν κλείσει
θέλω να ξέρω αγάπη μου
αν μ' αγαπάς κι εσύ
ή στ' αδειανό κρεβάτι μου
θα φύγω απ' τη ζωή.

Κάνε μου τη χάρη
κι ορκίσου στο φεγγάρι
αλήθεια αν μ' αγαπάς
κι αν λίγο πριν σαλπάρεις
ήρθες για να με πάρεις
μαζί σου όπου πας.

Έλα και πες μου το λοιπόν
αν στην καρδιά σου το παρόν
κάθε πρωί το δίνω
ή μήπως είμαι παρελθόν
και στο παιχνίδι των λυγμών
το θύμα σου θα γίνω.


Καλημέρα ζωή...

Όταν κλείνω τα μάτια
ξέρω τι θα συμβεί,
του ονείρου παλάτια
θ' αποκτήσουν μορφή
και μια πόρτα θ' ανοίξει
στην ορμή του αγέρα
λίγο πριν μου σφυρίξει
η ζωή καλημέρα.

Καλημέρα ζωή,
άλλο ένα πρωί
που ξυπνάμε μαζί
και από την αρχή
ξεκινάω.
Καλημέρα ζωή,
σ' αγαπάω πολύ
κι ό,τι και να συμβεί
δεν σ' αφήνω γιατί
σ' αγαπάω.

Όταν κλείνω τα μάτια
ξέρω τι θα συμβεί,
στ' ουρανού τα κατάρτια
θα τεντώνω πανί
και θα δίνω το σήμα
με καρδιά καπετάνιο
για πορεία στο κύμα
και στα σύννεφα πάνω.

Όταν κλείνω τα μάτια
ξέρω τι θα συμβεί,
θα με κάνεις κομμάτια
σε μια μόνο στιγμή
ή θα δώσεις το χέρι
να σου βάλω τη βέρα
πριν μου πει με τ' αγέρι
η ζωή καλημέρα.

Υπάρχει μια λέξη...

Υπάρχει μια λέξη
που όσες φορές και να την πουν τα χείλη μου
απλά δεν την χορταίνουν,
τρυφερή σαν προσευχή μικρού παιδιού
που ψιθυρίζει την κρυφή του επιθυμία στον φύλακα άγγελό του,
απαλή σαν τελευταίο χάδι
με το χέρι να τρέμει από λαχτάρα,
ικανή να με ταξιδεύει σε άλλους κόσμους
και να υψώνει τείχη κρατώντας μακριά την πίκρα αυτού του κόσμου...
Είναι μια λέξη τόση δα μικρή,
θα μπορούσε να χωρέσει θαρρείς οπουδήποτε,
μα όποτε την ακούω ή έστω την σκέφτομαι,
η καρδιά μου πλημμυρίζει από αγάπη
και τότε ολόκληρος ο κόσμος δεν μπορεί να τη χωρέσει,
τα πάντα γύρω μου ντύνονται με μουσική και χρώμα,
η γη είναι άξαφνα τόσο μικρή και πού να με κρατήσει,
στην πλάτη μου φυτρώνουν δυο φτερά
και ψάχνω να σε βρω πριν δραπετεύσεις απ' τα όνειρά μου...
Η λέξη αυτή είναι το σύνθημα
που περίμενα ολάκερη τη ζωή μου,
τώρα πια το ξέρω πως είναι ώρα ν' αφήσω αυτόν τον κόσμο
και να χαθώ μέσα στο παραμύθι,
να ταξιδέψω στους δρόμους της καρδιάς
και να γνωρίσω τη μαγεία του έρωτα,
μη με ρωτήσεις αν φοβάμαι τους δράκους και τ' άλλα στοιχειά,
το μόνο που τρέμω είναι μη τυχόν και δεν σε βρω εκεί,
μα, όχι, δεν μπορεί, εσύ μου άνοιξες την πόρτα,
εσύ έγινες η ανάσα κι η ζωή μου,
χωρίς εσένα να ξέρεις θα χαθώ είτε σ' αυτόν είτε σε όποιον άλλο κόσμο...


Στρατιώτης θα πει...

Στρατιώτης θα πει
να κοιτάς το ρολόι
και ο χρόνος ν' αργεί
λες και είναι κονβόι
σε κλειστή εθνική.

Στρατιώτης θα πει
να σε δέρνει η βροχή
και να σκέφτεσαι εκείνη
που για πάντα θα μείνει
στης καρδιάς τη σχισμή.

Στρατιώτης θα πει
μια ζωή στη γραμμή
λόγια ξένα ν' ακούς
και να ψάχνεις ρυθμούς
στων πολλών τη σιωπή.

Στρατιώτης θα πει
του ανέμου φιλί,
σαν η μέρα χαράζει
και σε δέρνει τ' αγιάζι
να χτυπάς προσοχή.

ΥΓ Αυτό το είχα γράψει σε μία από τις πολλές σκοπιές που είχα φυλάξει στο κέντρο της Θήβας πριν αναχωρήσω για Λήμνο...


Αν φύγω...

Αν φύγω,
ο χρόνος πια θα πάψει να κυλάει
και τα ρολόγια παγωμένα θα πάψουν να πληγώνουν τη σιωπή,
σαν σύννεφο στον ουρανό ψηλά
θα φεύγω και θα έρχομαι σαν λάμψη,
θα γίνω ανάμνηση μέσα στη νύχτα,
δάκρυ σε πρόσωπα σκαμμένα από τον πόνο της απώλειας,
κομπάρσος στων ονείρων σας τις παραστάσεις,
σκια κρυμμένη πίσω απ' τα λαμπερά φώτα της υπόλοιπης ζωής σας,
ένα όνομα και μια εικόνα
που ο καιρός σιγά σιγά θα τους ξεπλύνει κάθε λεπτομέρεια...
Αν φύγω,
την αγάπη σου ποτέ δεν θα γνωρίσω,
θα ταξιδέψω στο άγνωστο με τις βαλίτσες αδειανές
και ο δεσμός που είχαν υφάνει οι ψυχές μας
θα σπάσει σαν κλαδί σε καταιγίδα,
τι κι αν υπήρξες το άλλο μου μισό,
ο λόγος που γεννήθηκα ήταν για να σε βρω,
μα να που τώρα γύρισε σελίδα στο βιβλίο της η μοίρα
και η ζωή μου χάθηκε σαν φλόγα στο φύσημα του ανέμου...
Κι όμως ένα πρωί δίχως καμια αιτία
από την άκρη των ματιών σου θα δραπετεύσει ένα δάκρυ,
τα μάτια σου θα νιώσεις να πονάνε
και την καρδιά σου να χτυπάει σαν τρελή,
τα γόνατά σου θα λυγίσουνε σαν δέντρα μες στην καταιγίδα
κι η πίκρα μέσα σου σαν χελιδόνι θα φωλιάσει,
θα σου φανεί παράξενο,
θα τ' αποδώσεις στη βροχή,
σε κάποια ξαφνική μελαγχολία του φθινοπώρου
κι αν τύχει το ίδιο βράδυ και μ' ονειρευτείς δεν θα μ' αναγνωρίσεις,
πώς θα μπορούσες άλλωστε, για σένα δεν υπήρξα
κι όταν το επόμενο πρωί γλυκοξυπνήσεις
θα σβήσεις από το μυαλό σου κάθε ανάμνηση
μα μέσα στα βάθη της ψυχής σου, δίχως εσύ να ξέρεις,
θα με θρηνεί αιώνια κάποια κρυφή σου αίσθηση...


Τέσσερις εποχές...

Τα δέντρα ρίχνουνε τα φύλλα
μα του Παράδεισου τα μήλα
θα μένουν πάντα στο κλαδί
κι αν οι βροχές μας χώρισαν
τα μάτια μας συμφώνησαν
πως θα 'μαστε μαζί.

Κι αν ο χειμώνας κυβερνά
θα μας θερμαίνει τα κορμιά
του έρωτα η λαμπάδα.
Ας είναι παγωμένα τα νερά,
εμείς θα κάνουμε ξανά
στον ουρανό βαρκάδα.

Τέσσερις εποχές σε μία
ο έρωτας που ζούμε
κι ο χρόνος αμαρτία
που δήθεν αγνοούμε
κι αν ο κύκλος κλείσει     
κανένας δεν θ' αφήσει
τον άλλο να πληρώσει.
Αυτός που θα θελήσει
τον άλλο να χτυπήσει
πρώτος θα ματώσει.

Και λίγο η άνοιξη πριν έρθει
μέσα στου έρωτα τη μέθη
θα μας ξυπνήσει ο ήλιος αγκαλιά
και πριν τα πρώτα χελιδόνια
φωλιά θα χτίσουν στα σεντόνια
τα σώματά μας σαν πουλιά.

Στη ζέστη του καλοκαιριού
από τις στάλες του φιλιού
θα ξεδιψάνε οι ψυχές μας
κι όσο ο χρόνος θα περνά
θα δυναμώνουν τα δεσμά
που δένουν τις ζωές μας.


Πού είσαι;

Πού είσαι;
Σε ποια λησμονημένα όνειρα
προσμένεις σιωπηλή να επιστρέψουν οι αναμνήσεις μου;
Ντύθηκες το φως
ή κρύφτηκες μες στις σκιές;
Αγάπησες τον θάνατο
ή δεν γεννήθηκες ακόμη;
Υπήρξες έστω και για μια στιγμή
κάπου εκεί έξω;
Σ’ έπλασα, σε φαντάστηκα,
σε ονειρεύτηκα
ή μήπως σε συνάντησα κι έπειτα σ’ έχασα;

Πού είσαι;
Ξεκλείδωσα όλες τις πόρτες του μυαλού μου
μα δεν σε βρήκα πουθενά.
Το είδωλό σου
παραμονεύει στους καθρέπτες των ματιών μου
κι έχω ακόμη
τα σημάδια της αγάπης σου
τυπωμένα στης καρδιάς μου το κρυφό βιβλίο.
Κλείνω τα μάτια για να σ’ ονειρευτώ,
μα το πορτραίτο σου λευκό
κι εγώ ζωγράφος δίχως έμπνευση
γυρεύω τη μορφή σου.

Πού είσαι;
Σε ποιον θεό πρέπει να προσευχηθώ
για να σε φέρει εμπρός μου;
Ποιος όρκος είναι αρκετός
ν’ ανοίξει η πόρτα από τη φυλακή σου;
Βρίσκεσαι μακριά μου
ή πλάι μου προσμένεις τη στιγμή
που, αν και τυφλός, θα αισθανθώ
σαν φάρο μες στη θύελλα τον ήχο απ’ τη φωνή σου;
Απλώνω τα χέρια να σ’ αγγίξω,
μα ξεγλιστράς σαν φάντασμα
από την άδεια αγκαλιά μου.

Πού είσαι;
Ρώτησα τον ήλιο,
αν κάποιο πρωινό καλοκαιριού
μπόρεσε να χαϊδέψει τη γύμνια του κορμιού σου.
Ρώτησα το φεγγάρι,
αν κάποιο δειλινό του Αυγούστου
τρύπωσε σαν κλέφτης μέσα στην κάμαρή σου.
Ζήτησα από τ’ αστέρια
να μου αποκαλύψουνε τις πιο κρυφές ευχές σου
κι ανάγκασα τον άνεμο
να ψιθυρίσει μυστικά
στ’ αυτί σου τ’ όνομά μου.

Πού είσαι;
Θέλω να τρέξω στο κατόπι σου,
μα δεν γνωρίζω πού να ψάξω.
Ξεθώριασαν τα ίχνη σου
κι η μόνη απάντηση
ο ειρωνικός αντίλαλος της ίδιας της φωνής μου.
Στάλα τη στάλα
χύνεται το αίμα της καρδιάς μου
απ’ τα καρφιά που ο Έρωτας ετοίμασε για μένα.
Κι αν έρθει τελικά ο θάνατος,
στερνή μου επιθυμία
να δώσει την απάντηση που μια ζωή γυρεύω.
Πού είσαι;

Αν ήμουν...

Αν ήμουν δέντρο,
θα ήμουν δέντρο φθινοπωρινό,
τα φύλλα μου κιτρινισμένα, στα πόδια μου σωρός,
οι ρίζες μου αδύνατες, χωρίς νερό, χωρίς ζωή,
να περιμένουνε καρτερικά το φύσημα του ανέμου
και της βροχής το ξέσπασμα, του κεραυνού τη φλόγα
σαν αργοπορημένο ραντεβού με την απελπισία...
Αν ήμουν θάλασσα,
τα πλοία θα ήταν μόνιμα δεμένα στα λιμάνια,
θα ξέσχιζα τα υγρά μου ρούχα πάνω στα βράχια της ξηράς,
θα ύψωνα τέτοια κύματα που θα τρομάζανε τ' αστέρια,
θα ούρλιαζα με τη φωνή όλων των αμαρτωλών της κόλασης
κι αυτός ακόμη ο ήλιος θα δίσταζε να δύσει στη γαλάζια αγκαλιά μου...
Αν ήμουν δάκρυ,
θα ήμουν καυτό σαν τη φωτιά κι αλμυρό σαν τη θάλασσα,
θα χαράκωνα ισόβια το πρόσωπο που πάνω του θα κυλούσα,
θα ήμουν πόνος, πίκρα και ανάμνηση,
θ' ανάβλυζα από την καρδιά μαζί με μια σταγόνα αίμα
και θα κυλούσα αιώνια στου Κωκυτού τις όχθες...
Αν ήμουν λέξη,
δεν θα τολμούσες να με πεις,
θα πλήγωνες τα χείλη, θα μάτωνες τ' αυτιά σου,
ποια γλώσσα θα μπορούσε να εκφράσει τέτοια θλίψη,
ποιος άνθρωπος ν' αντέξει το άκουσμά της,
θα ήμουν λέξη απαγορευμένη, εξόριστη στο βασίλειο της λησμονιάς...
Αν ήμουν άγγελος,
θα είχα κομμένα τα φτερά μου
και το χειρότερο θα ήταν οι δυο πληγές στην πλάτη
κι εκείνη η συνήθεια που αφηρημένος κάνω να πετάξω
κι όλο ξεχνάω πως δεν υπάρχει πια Παράδεισος για μένα,
λυπήσου με, Θεέ μου και κάνε με να ξεχάσω,
γεννήθηκα στο φως και δεν αντέχω το σκοτάδι...
Αν ήμουν έρωτας,
το βέλος μου θα ήτανε φαρμακωμένο
κι οι τρυπημένες από αυτό καρδιές θα έσταζαν φαρμάκι,
θα έχαναν το χρώμα τους, θα μαραζώναν σαν λουλούδια απότιστα,
κάθε τους χτύπος πιο αργός σαν βήματα που ξεμακραίνουν
και χάνονται μες στη νύχτα...

ΥΓ Όταν μου λείπεις, όλα μοιάζουν σκοτεινά...


Χάρτινο φεγγάρι...

Απόψε που μου λείπεις
έφτιαξα ένα φεγγάρι από χαρτί,
έσβησα όλα τα φώτα
και με τα μάτια μου κλειστά έψαξα για να σε βρω,
άραγε ακούς τους χτύπους της καρδιάς μου,
νιώθεις πόσο πολύ σε θέλω;
Τι κι αν η νύχτα είναι σκοτεινή;
Τ' αστέρια απόψε τρύπωσαν σαν κλέφτες
μέσα στο δωμάτιό μου,
χαράζουν αλλιώτικες τροχιές γύρω απ' το φεγγάρι μου,
τι κι αν είναι καμωμένο από χαρτί,
η αγάπη μας το έκανε να λάμπει σαν αληθινό,
καίει σαν φωτιά στης φαντασίας μου τον ουρανό
κι η φλόγα του μου καίει το μυαλό...
Ανοίγω το παράθυρο
κι ο άνεμος που παραμόνευε το αρπάζει
και σαν καράβι του φουσκώνει τα πανιά και τ' οδηγεί ψηλά,
τ' αστέρια ορμούνε στο κατόπι του,
μια λιτανεία από φως υψώνεται σαν κύμα,
σαν μια πομπή προσκυνητών με ολόλευκες λαμπάδες...
Ρίξε, αν θέλεις, μια ματιά στον ουρανό απόψε
και το φεγγάρι που θα δεις για σένα είναι φτιαγμένο,
θα με περάσεις για τρελό μα είναι από χαρτί
κι αν δεν πιστεύεις μάτια μου κοίταξε πιο καλά,
πριν μου το κλέψει ο άνεμος πρόλαβα κι έγραψα
για να το δεις εσύ κι όλος ο κόσμος:
ΑΓΓΕΛΕ ΜΟΥ Σ' ΑΓΑΠΩ...