Τρίτη 30 Αυγούστου 2011

Σκόρπιες σκέψεις μιας πληγωμένης καρδιάς...

Γνωρίζεις κάποια. Στην αρχή είσαι προσεκτικός, διστάζεις και είναι λογικό. Δεν την ξέρεις ακόμη, ίσως να μην τη μάθεις ποτέ. Κάτι μέσα σου ωστόσο σε ρωτάει όπως πάντα: λες να είναι αυτή; Κάνεις ότι δεν άκουσες ή υποκρίνεσαι ότι δεν έχεις ξανακάνει τον ίδιο διάλογο ξανά και ξανά. Ρωτάς δήθεν αδιάφορα κι ας ακούς τους χτύπους της καρδιάς σου που ανεβάζουνε στροφές: Ποια; Η απάντηση αναμενόμενη, την έχεις ξανακούσει. Ακόμη δεν θυμήθηκες; Ακόμη παίζεις το ίδιο παιχνίδι; Εκείνη που περίμενες μια ζωή, έρχεται η απάντηση. Ποτέ δεν σου άρεσε αυτή η απάντηση, ίσως γιατί πάντα τη συνόδευε η διάψευση, η απογοήτευση. Καλό είναι να μην πετάς ψηλά γιατί όταν έρθει η ώρα να πέσεις θα πονέσεις περισσότερο και όταν έχεις να κάνεις με τους ανθρώπους είναι πολύ πιθανό να πέσεις. Βλέπεις, οι άνθρωποι το έχουν αυτό, να σου κόβουν τα φτερά πάνω που τα χρειάζεσαι περισσότερο από κάθε άλλη φορά, να σου σβήνουν το χαμόγελο από το πρόσωπο κι απ' την ψυχή. Γιατί αλήθεια το κάνουν αυτό;

Όχι αυτή τη φορά, όχι πάλι. Δεν θ' αφήσεις κανένα να σου γκρεμίσει τα όνειρα, να σ' ανεβάσει ψηλά και ξαφνικά ν' ανοίξει τα χέρια του και να σε πετάξει στο κενό. Όχι, τώρα που ξέρεις δεν θα κάνεις τα ίδια λάθη. Και τότε έρχεται εκείνη κι όταν λες εκείνη βάλε όποιο όνομα θες στη θέση της αντωνυμίας, άλλωστε γι' αυτό υπάρχουν οι αντωνυμίες, για να κρύβουν ονόματα και να καλύπτουνε πληγές, για να μπορείς να μιλάς για εκείνη και να μην το ξέρει κι αν το δει να της πεις όχι, δεν εννοούσα εσένα, πώς θα μπορούσα; Εσύ όμως ξέρεις ποια εννοείς γιατί στην καρδιά δεν έχει χώρο για αντωνυμίες, μόνο για ονόματα, ονόματα που χαράζονται ανεξίτηλα στη μνήμη κι άντε μετά να τα σβήσεις...

Έρχεται λοιπόν εκείνη και μ' ένα χαμόγελο, ένα άγγιγμα, ένα βλέμμα, δυο-τρεις κουβέντες μπορεί τυχαίες μπορεί και όχι κάνει το πρώτο ρήγμα στην άμυνα που τόσο προσεκτικά είχες σχεδιάσει. Αυτό ήταν, όλα καταρρέουν, σαν ένα τεράστιο ντόμινο που με το πρώτο κομμάτι είναι καταδικασμένο στη συντριβή και την πτώση. Το μυαλό σου αρχίζει τα δικά του, τη σκέφτεται, τη θυμάται, την αναζητά, τη συνδέει με ένα σωρό σχετικές και άσχετες εμπειρίες και πολύ σύντομα ό,τι και να δεις, ν' ακούσεις και να σκεφτείς έχει σχέση μαζί της. Όλα στη θυμίζουν σαν μια τεράστια συνωμοσία που στήθηκε μόνο και μόνο για να σε τρελάνει, μια συνωμοσία που λέγεται έρωτας. Τη βλέπεις όταν είσαι ξύπνιος στα πρόσωπα των περαστικών και όταν δεν είσαι στα όνειρά σου. Νομίζεις ότι όλοι μιλάνε γι' αυτή κι ακούς παντού τον ήχο της φωνής της, τα βήματά της, το κινητό σου να χτυπάει στον ρυθμό που διάλεξες ειδικά γι' αυτή. Ξαφνικά, αυτή που δεν υπήρχε καν στη ζωή σου γίνεται η ζωή σου...

Κι εκείνη τι κάνει γι' αυτό; Σου λέει ότι έχεις κάνει λάθος; Σε ξυπνάει απ' το όνειρο πριν να είναι αργά; Όχι βέβαια. Σε ρίχνει ακόμη πιο βαθιά στο πηγάδι, σου λέει λόγια που δεν μπορεί να ερμήνευσες στραβά, ότι θα είναι αιώνια δική σου, ότι θα είναι για πάντα εκεί, πόσο σε χρειάζεται, της είσαι απαραίτητος, σε σκέφτεται συνέχεια και άλλα τέτοια που σε σπρώχνουν όλο και πιο βαθιά κι άντε μετά να ξεκολλήσεις...

Τότε το παίρνεις απόφαση. Είσαι ερωτευμένος, βρήκες τον έρωτα της ζωής σου, οπότε ποιος ο λόγος πια να φυλάγεσαι. Στα κομμάτια οι φόβοι, οι ανασφάλειες κι οι πικρές εμπειρίες του παρελθόντος. Βάζεις τα καλά στην ψυχή και την καρδιά σου, αυτά που είχες φυλάξει από την προηγούμενη φορά και στα είχαν τσαλακώσει μαζί με τα αισθήματά σου - είναι πάλι καλά ευτυχώς, το καθαριστήριο του χρόνου έκανε ακόμη μια φορά το θαύμα του, αλλά ως πότε; Κάποια φορά το ξέρεις πως δεν θα μπορέσεις να τα ξαναβάλεις, αλλά ελπίζεις να μη φτάσεις ως εκεί - και δίνεσαι με όλες σου τις δυνάμεις...

Για λίγο ζεις το όνειρο, ανταποκρίνεται, νιώθει πράγματα για σένα, δεν το έκρυψε ποτέ, κάθε άλλο μάλιστα. Κι εσύ θες να την κάνεις να γελάει συνέχεια, πόσο το λατρεύεις αυτό το γέλιο, ποια μουσική θα μπορούσε να το φτάσει, θες να την ακούς συνέχεια κι ας μη σου λέει τίποτα παρά ασυναρτησίες, δεν έχει σημασία τι λέει, θες απλά να την ακούς, τον ήχο της φωνής της, την ανάσα της, να σε ξυπνάει μέσα στη μαύρη νύχτα απλά για να σου πει καληνύχτα κι ας κοιμόσουν ήδη, τι σημασία έχει; Τι πιο ωραίο από το να ξυπνάς και ν' ακούς εκείνη που έβλεπες και στ΄ονειρό σου;

Και τότε έρχεται ένα ξύπνημα διαφορετικό, αυτό της πραγματικότητας. Ξαφνικά, αρχίζει ν' απομακρύνεται, ν' αλλάζει τη σημασία των λέξεων που σου έλεγε, να παίρνει πίσω λόγια που σου είχε πει, να γίνεται μια άλλη κι όχι εκείνη που ερωτεύτηκες κι εσύ δεν το πιστεύεις, δεν θες να το πιστέψεις κι έτσι βρίσκεσαι ξανά πρωταγωνιστής στο ίδιο θέατρο του παραλόγου, να προσπαθείς να κερδίσεις μια μάχη που είναι ήδη χαμένη. Κάνεις υποχωρήσεις, συγχωρείς, ρίχνεις τον εγωισμό σου, επιστρατεύεις όλο σου το οπλοστάσιο μόνο και μόνο για να τη δεις να φεύγει ακόμη πιο γρήγορα. Τι άλλο πια να κάνεις; Πόσες φορές να πεθάνεις για χάρη της; Μόνο μία μπορείς και θα το έκανες αν στο ζητούσε. Της το λες κι εκείνη απλά καμαρώνει, δεν νιώθει ούτε το ελάχιστο από αυτό που της είπες, το δέχεται τόσο επιδερμικά που αναρωτιέσαι πώς μπόρεσες και την αγάπησες, πώς έδωσες την ψυχή σου σ' ένα πλάσμα που όσα ένιωσες γι' αυτή τα κατηγοριοποιεί στην ίδια θέση με το πιο γελοίο πέσιμο ή καμάκι που της έχουν κάνει άτομα που ίσως γνώρισε πριν λίγες ώρες και που το μόνο που είδαν σε αυτή ήταν το κορμί της και τίποτα άλλο...

Το βλέπεις πια, αγάπησες κάποια που δεν υπήρξε, κάποια που έπλασες εσύ στα όνειρά σου και τώρα πια μπορείς ν΄απαντήσεις γι' άλλη μια φορά: Όχι, δεν είναι αυτή εκείνη που περίμενες, ποτέ δεν ήταν. Και τότε φεύγεις, απομακρύνεσαι, δεν αντέχεις πια όλα εκείνα για τα οποία μέχρι χτες ζούσες, παύεις να τη βλέπεις παντού, τώρα δεν τη βλέπεις πουθενά, εκτός ίσως από τα όνειρά σου. Εκεί τα πράγματα είναι εκτός ελέγχου, δεν μπορείς να σκοτώσεις την ανάμνησή της, μπορείς να την ξεχνάς όσο είσαι ξύπνιος, αλλά μόλις σβήσουν τα φώτα του μυαλού εκείνη επιστρέφει. Τι κι αν δεν υπήρξε ποτέ; Τι κι αν ήταν όλα ένα ψέμα; Τι κι αν προσπαθείς να τη μισήσεις; Εκείνη επιστρέφει, έχει τον τρόπο πάντα να επιστρέφει και να σε πονάει, να σου θυμίζει πόσο ωραία ήταν όταν έστω και για λίγο έστω και ψεύτικα ένιωσες το μαγικό άγγιγμα του έρωτα...

Και τότε έρχεται η επόμενη ερώτηση: Τι θα κάνεις την επόμενη φορά; Θ' αφήσεις πάλι την καρδιά σου να σε οδηγήσει ή θα την εμποδίσεις; Νομίζω, δεν χρειάζεται απάντηση σε αυτό...

Το άλμπατρος...

Άλλη μια σελίδα από το ημερολόγιό μου όπως θα ήταν αν δεν σε είχα γνωρίσει...

Χαϊδεύω τις πληγές μου, περίεργο δεν είναι; Είναι φορές που νιώθω σαν να γεννήθηκα για να πονώ, πώς έχω πια τόσο εθιστεί στον πόνο που τον έχω ανάγκη, έχει γίνει δεύτερη φύση μου, κομμάτι της ζωής μου, αν όχι όλη η ζωή μου. Είναι φορές που πιάνω τον εαυτό μου να εύχεται κρυφά για μια καινούργια συμφορά, να ηδονίζεται στη σκέψη της απώλειας και της απογοήτευσης, να ψάχνει νέες δικαιολογίες αυτολύπησης σαν να έλκεται από την απομόνωση και την απελπισία, να μην αντέχει πια το φως, να σέρνεται μέσα στα σκοτάδια σαν τρωγλοδύτης, να κρύβεται σε αυτοσχέδιες φυλακές μακριά απ' όλους και τα πάντα...

Να ήμουν περιστέρι θα πέταγα ψηλά, Ήλιε μου, να σε φτάσω, να καώ. Μου λείπουν όμως τα φτερά και ίσως το κουράγιο. Ο ήλιος με κοιτάει σαν να μου χαμογελάει. Το ξέρει και το ξέρω. Αν λύγισα στη θύελλα, θα 'ρθει και πάλι ο καιρός μου. Οι ρίζες μένουν σταθερές, τα δάκρυα ποτίσανε το χώμα. Νέοι βλαστοί θ' αναζητήσουνε το φως και με την πίκρα στήριγμα θα υψωθώ και πάλι. Είναι όμως νωρίς ακόμη. Ο σπόρος που πεθαίνει μες στη γη θ' αργήσει να φυτρώσει. Πριν γεννηθεί ο νέος μου εαυτός πρέπει να πεθάνει ο παλιός, να σβήσει, να χαθεί σαν σύννεφο μετά την καταιγίδα, να γίνει δάκρυ και καημός και να ποτίσει...

Δεν θα 'ναι ένας εύκολος θάνατος, ποτέ ο θάνατος δεν είναι εύκολος. Το χτες όσο κι αν με πονάει θέλει να ζήσει, έχει γαντζωθεί επάνω μου και προσπαθεί να με κρατήσει αιχμάλωτο, ανοίγω πόρτες και τις κλείνει, σβήνω σημάδια και μου αφήνει άλλα, μπαίνει στις φλέβες μου, γεμίζει κάθε σημείο του κορμιού μου, μιλάει, φωνάζει, σχεδόν ουρλιάζει πια για ν' ακουστεί, έχει γεμίσει το μυαλό μου με εικόνες, σκηνοθετεί κι εγώ κομπάρσος στο έργο της ζωής μου υποκρίνομαι, παίζω ρόλους, θυμάμαι, ξαναζώ και ονειρεύομαι...

Το τέλος όμως έχει ήδη ξεκινήσει. Οι χτύποι της καρδιάς σταμάτησαν χαμένοι μες στο χιόνι και το κρύο, ζεστό μονάχα πια κυλά το αίμα των πληγών μου. Το βέλος που μου κάρφωσες του Έρωτα δεν ήταν, το μήλο στο κεφάλι μου στέκεται λαβωμένο και στης ψυχής την θάλασσα βουλιάζουνε τα πλοία, έγιναν μαύρα τα νερά και έσβησαν οι φάροι. Ο άνεμος σχίζει τα πανιά, τρίζει το γέρικο σκαρί, το ξέρω, δεν θ' αντέξει, έπρεπε να 'χαμε πνιγεί απ' την αρχή του ταξιδιού κι όμως τραβάμε ακόμα. Κανείς δεν ψάχνει για ξηρά, λιμάνια δεν υπάρχουν, κανένας δεν προσεύχεται, κανένας δεν ελπίζει, στο βλέμμα ο ένας του αλλουνού βλέπει την καταδίκη...

Ένα μονάχα άλμπατρος στις παγωμένες παρυφές φωλιάζει της καρδιάς μου, μέρα και νύχτα τριγυρνά και παίζει με το κύμα, τη μια βουτάει χαμηλά και χάνεται, την άλλη υψώνεται ξανά ψηλά και πάει... Κι εγώ πιασμένος στο μεσιανό κατάρτι κάθομαι και το κοιτάω, μ' έχει στοιχειώσει η παρουσία του, νιώθω σαν γέρος ναυτικός που παζαρεύει την ψυχή του, τα καστανόλευκα φτερά του με τρομάζουν, δεν έχει έρθει τυχαία αυτό το πλάσμα εδώ, κάτι γυρεύει και νομίζω ξέρω τι, περιμένει τη στιγμή που θ' αποκοιμηθώ για να ορμήσει στα όνειρά μου, δεν πρέπει να το αφήσω, το μόνο που μου έχει μείνει πια είναι να ονειρεύομαι, αν χάσω κι αυτό θα είμαι πιο άδειος κι από σπασμένο τσόφλι, χωρίς ζωή, δίχως ελπίδα...

Καρδιά μου...

Καρδιά μου, σε είχα προειδοποιήσει μα δεν με άκουσες. Πόσες φορές πρέπει να διαβείς το ίδιο μονοπάτι μέχρι να καταλάβεις ότι καταλήγει σε αδιέξοδο; Δεν έμαθες ακόμη τη διαδρομή; Θα 'πρεπε πια να ξέρεις απ' έξω κάθε της στροφή, κάθε μικρή ή μεγάλη ανηφοριά που λίγο λίγο σε οδηγεί και πάλι στο γνωστό σου χώρο μαρτυρίου. Έχεις ποτίσει κάθε πέτρα και κάθε της ξερόχορτο με το αγνό σου αίμα κι όμως επιμένεις να κλείνεις τα μάτια, ν' αγνοείς κάθε σημάδι και σαν υπνωτισμένη προχωράς να σταυρωθείς ξανά...

Ακόμη και την ύστατη στιγμή που σου καρφώνουν τα καρφιά της άρνησης και της αχαριστίας εσύ επιμένεις να συγχωρείς, βρίσκεις δικαιολογίες κι ο μόνος που κατηγορείς είναι ο εαυτός σου. Γιατί το κάνεις αυτό; Δεν με λυπάσαι; Πώς μπορείς να συγχωρείς τους πάντες εκτός από εμένα; Ξεχνάς ότι ο πόνος σου είναι και δικός μου; Δεν βλέπεις τις πληγές στο σώμα μου και στην ψυχή μου; Στέγνωσε το στόμα μου καθώς φωνάζω σ' αγαπώ κι απάντηση καμία, τα απλωμένα χέρια μου βρίσκουνε μόνο αγκάθια, χειρότερη κι από μαστίγιο πέφτει επάνω μου η απόρριψη, χάδι κανένα και μάτια δίχως δάκρυα ψάχνουνε στήριγμα και βρίσκουν μόνο περιφρόνηση...

Κι εσύ τι κάνεις; Αγαπάς ακόμη πιο πολύ, αμετανόητα ρομαντική γυρεύεις την αληθινή αγάπη, της γράφεις στίχους και τραγούδια, κοιμάσαι κι ονειρεύεσαι κι όταν ξυπνάς παίρνεις σφεντόνα και κυνηγάς τα όνειρά σου σαν μικρό παιδί, ξεχνάς ότι τα όνειρα δεν παγιδεύονται, ακόμη χειρότερα ξεχνάς ότι τα όνειρα ζούνε μονάχα για ένα βράδυ, εφήμερες δροσοσταλίδες στο πέπλο της ψυχής που με το πρώτο άγγιγμα της ανατολής πεθαίνουνε και σβήνουνε αφήνοντας την ψυχή μας διψασμένη και στεγνή...

Δεν σ' ενοχλεί ο θάνατος. Ποτέ δεν σ' ενοχλούσε. Πιστεύεις πως η αγάπη μπορεί να τον νικήσει και να σε κάνει αθάνατη, να σου επιστρέψει το χαμένο απ' την αρχή του χρόνου κλειδί του Παραδείσου. Πόσο γελιέσαι! Πιάστηκες στον ιστό της αυταπάτης σου και ξέχασες το ίδιο σου το ψέμα. Μα δεν το βλέπεις; Η αγάπη είναι θάνατος, ο πιο γλυκός κι ο πιο σκληρός ταυτόχρονα κι είναι ένας θάνατος που δεν μπορείς μα μήτε θες και να ξεφύγεις. Σε κατατρώει λίγο λίγο σαν το σαράκι κι ούτε που αντιστέκεσαι. Το αντίθετο μάλιστα...

Απλώνεις τα χέρια και βουτάς στο κενό γιατί στην αγάπη δεν ρωτάς, δεν περιμένεις, απλά δίνεις κι εμπιστεύεσαι. Τι κι αν κάθε φορά το μόνο που παίρνεις πίσω είναι θάνατος; Πεθαίνεις κι επιστρέφεις πρόθυμη για νέες θυσίες πάντα στον ίδιο άσκοπο αγώνα και μαζί σου πεθαίνω κι εγώ και κάθε φορά ο θάνατος πονάει ακόμα πιο πολύ γιατί προστίθεται στους προηγούμενους και ήδη το φορτίο είναι βαρύ. Δεν το αντέχω άλλο αυτό. Πόσες φορές πια να πεθάνει κανείς για την αγάπη; Δεν έχω άλλες ζωές να δώσω, κουράστηκα, κλείνω τα μάτια και βλέπω μόνο πόνο, δεν ονειρεύομαι πια, στέγνωσε η ψυχή και χάθηκαν τα δάκρυα.

Καρδιά μου, σε είχα προειδοποιήσει μα δεν με άκουσες. Τώρα είναι αργά και το ξέρουμε κι οι δυο μας. Αυτός ο θάνατος θα είναι ο τελευταίος κι ετούτη τη φορά δεν θα υπάρξει ανασταση για κανένα μας. Μετράω τους χτύπους σου σαν ξεκούρδιστο ρολόι και ξέρω πως σε λίγο θα πάψεις να χτυπάς κι αυτή η σιωπή θα είναι ακόμη πιο εκκωφαντική, γιατί θα είναι η σιωπή της μοναξιάς και του θανάτου...

ΥΓ Πόσο χαίρομαι τελικά που η καρδιά μου δεν με άκουσε και σ' έφερε στο δρόμο μου...


Πεθαίνω για σένα...

Κοιτάζω το ρολόι και μετρώ τα δευτερόλεπτα που είμαι μακριά σου. 1,2,3... Πώς μπορεί κανείς να μετρήσει την αιωνιότητα; Πόσες σκέψεις να χωρέσω σ' ένα κείμενο; Πόσα συναισθήματα σε μια καρδιά; Όταν αγαπάς αλλάζουν τα μεγέθη. Η απόσταση δεν μετριέται πια σε χιλιόμετρα ούτε ο χρόνος σε λεπτά. Μου λείπεις...
Από τότε που σε γνώρισα νιώθω μισός, είμαι μισός. Ένα κομμάτι του εαυτού μου χάθηκε για πάντα και φταις εσύ γι' αυτό. Δεν σε κατηγορώ. Πώς θα μπορούσα; Είσαι η θεά μου κι εγώ ταπεινός πιστός πρόθυμος να σε λατρέψω, να σε υπηρετήσω, να σου προσφέρω την ίδια τη ζωή μου θυσία στο ναό σου...
Αν ήσουνα φωτιά, θα σ' αγκάλιαζα κι ας μ' έκαιγες, αρκεί να ένιωθα για μια στιγμή - πόση αξία αλήθεια θα 'χε εκείνη η στιγμή - τα χέρια μου στο σώμα σου. Αν ήσουν δηλητήριο, θα σ' έπινα κι ας πέθαινα, αρκεί που λίγο πριν το τέλος θ' ακούμπαγες τα χείλη μου σ' ένα στερνό φιλί...
Τίποτα πια δεν έχει νόημα αφού δεν είσαι εσύ εδώ. Νιώθω σαν άγγελος που μόλις τον εξόρισαν απ' τον Παράδεισο και βρέθηκα στη γη γυμνός και μόνος. Το κορμί μου πονάει, κρυώνει, δεν ξέρω κανένα εδώ κάτω, δεν με νοιάζει κανένας τους και τα σημάδια απ' τις σπασμένες μου φτερούγες θα μείνουνε για πάντα να μου θυμίζουνε πως κάποτε είχα τα πάντα - έτσι τουλάχιστον νόμιζα - μέχρι που ήρθες εσύ και είδα ότι χωρίς εσένα Παράδεισος και Κόλαση δεν διαφέρουν τόσο...Μου λείπεις...
Νιώθω να πνίγομαι, βυθίζομαι όλο και πιο πολύ μες στην απόγνωση, ο αέρας μου τελειώνει, ασφυκτιώ, αλλά το βλέμμα μου μόνιμα καρφωμένο στην επιφάνεια σε γυρεύει, περιμένει να με σώσεις, ν' απλώσεις το χέρι σου να με τραβήξεις και να μου δώσεις το φιλί της ζωής. Ακόμη περιμένω κι ας ξέρω πια πως δεν θα έρθεις, είναι αργά πια, το ξέρω, δεν με φτάνεις, είμαι τόσο χαμηλά που κανείς δεν με φτάνει μα δεν με νοιάζει, το μόνο που θέλω πια είναι απλά να με κοιτάξεις, να μου ρίξεις έστω μια ματιά καθώς θα πνίγομαι για χάρη σου.Το μόνο που ζητάω είναι λίγο πριν πεθάνω να έχω την εικόνα σου στα μάτια μου, σε παρακαλώ, θέλω το τελευταίο που θα δω από αυτό τον κόσμο να είναι η μορφή σου, τα μάτια σου και το χαμόγελό σου. Θέλω όταν θα πάω στον άλλο κόσμο να κάνω τους αγγέλους να ζηλέψουν, να τους πω ότι σε είδα, πως υπήρξες, ένας άγγελος πάνω στη γη που έκαψε την καρδιά μου.
Πεθαίνω... Αλλά μη μου στενοχωριέσαι, δεν θέλω να δακρύσεις για μένα, πάντα στο έλεγα αυτό, θυμάσαι; Είναι τα δάκρυά σου πολύτιμα σαν μαργαριτάρια, μην τα ξοδεύεις άσκοπα. Όχι, δεν το αξίζω, αφού δεν κατάφερα να σε κάνω να μ' αγαπήσεις δεν το αξίζω. Λυπάμαι που απέτυχα, όχι για μένα, όταν αγαπάς ξεχνάς τον εαυτό σου, για σένα μόνο με νοιάζει που αν με είχες αγαπήσει θα σου πρόσφερα ολόκληρο τον κόσμο. Δεν σε κατηγορώ. Εγώ φταίω που δεν κατάφερα να σε πείσω, η ζωή μου δεν έχει πια κανένα νόημα. Εξάλλου κράτησε τόσο λίγο...
Γεννήθηκα όταν σε γνώρισα... Πέθανα όταν κατάλαβα πως δεν μ' αγαπάς... Έζησα μόνο όσο κράτησε ένα όνειρο... Πόσο κρατάει αλήθεια ένα όνειρο; Μερικά δευτερόλεπτα; Μια ολάκερη ζωή; Τι σημασία έχει; Όταν αγαπάς αλλάζουν τα μεγέθη. Κι εγώ σ' αγάπησα πολύ κι αυτή η αγάπη με σκοτώνει. Προσπάθησα να την σκοτώσω πρώτος, δεν το κρύβω. Αλλά ήταν πιο δυνατή από μένα, ήμουν καταδικασμένος απ' την αρχή...

ΥΓ Το κείμενο αυτό το έγραψα πριν έρθεις στη ζωή μου και μ' αναστήσεις με την αγάπη σου...


Μια σελίδα ημερολογίου από ένα εναλλακτικό σύμπαν...

Προσπάθησα να φανταστώ τη ζωή μου χωρίς εσένα,
χωρίς την αγάπη σου, το χαμόγελό σου
και το αποτέλεσμα ήταν η δημιουργία ενός
εφιαλτικού κόσμου δίχως αύριο.
Φαντάσου το κείμενο που ακολουθεί
σαν μια σελίδα σχισμένη από το ημερολόγιό μου
σε ένα εναλλακτικό σύμπαν όπου εσύ δεν υπάρχεις,
δεν σ' έχω γνωρίσει και δεν έχουμε αγαπηθεί...

Ένας γκρίζος ήλιος ανέτειλε σ' έναν μαύρο ουρανό
στέλνοντας το χλωμό του φως
σ' έναν κόσμο χαμένο στο ημίφως,
σαν μεθυσμένος που μάταια προσπαθεί
να βρει τον βηματισμό του...
Η πόλη έρημη
αν και ασφυκτικά γεμάτη από ανθρώπους
ξυπνάει σιγά σιγά απ' τον λήθαργό της
μόνο και μόνο για να διαπιστώσει πως είναι παγιδευμένη
σ' έναν εφιάλτη χωρίς τέλος...
Κάπου σε μια απόμερη γωνιά αυτής της αδιάφορης πόλης
ξυπνώ κι εγώ,
ανοίγω τα μάτια μου διστακτικά,
ποιος ξέρει τι θ' αντικρίσω πάλι,
κάθε μέρα είναι χειρότερη από την προηγούμενη
παρόλο που όλες είναι μια ατέλειωτη, κενή επανάληψη,
αλήθεια, πώς γίνεται αυτό,
περίεργο δεν είναι;
Μένω για λίγο στο κρεβάτι
σαν ναυαγός που πιάνεται απελπισμένα
από μια σανίδα μέσα στο αχανές γαλάζιο,
δεν θυμάμαι τι όνειρα με ταλαιπώρησαν τη νύχτα,
αλλά σίγουρα δεν θα ήταν χειρ΄τοερα από τη ζωή μου,
πώς θα μπορούσε να ξεπεράσει ο,τιδήποτε
αυτό το γοτθικό παραλήρημα άρρωστου νου που ζω καθημερινά;
Κάποια στιγμή το παίρνω απόφαση,
τινάζω τα σκεπάσματα σαν ρίψασπις στο πεδίο της μάχης,
κάθε πρωί η ίδια ανόητη τελετουργία
σαν τυπικό λατρείας για μια ξεχασμένη θεότητα,
χωρίς νόημα, χωρίς ελπίδα,
πότε αλήθεια θα το αποδεχτώ,
πότε θα πάψω να κουνάω απεγνωσμένα
τα πιασμένα στον ιστό μέλη μου
και θ' απολαύσω ακίνητος το θέαμα του τέλους μου;
Παίρνω πρωινό, μη με ρωτήσετε τι,
οι κινήσεις μου είναι μηχανικές και το μυαλό μου ταξιδεύει,
δεν βλέπω τι τρώω ή τι πίνω, ούτε καν τα γεύομαι,
κάποτε είχαν όλα απαίσια γεύση,
τώρα δεν έχουν καν γεύση κι αυτό είναι μάλλον χειρότερο,
φαίνεται πως σιγά σιγά χάνω και τα τελευταία ίχνη των αισθήσεών μου,
μετατρέπομαι σε μηχανή που ξυπνά, καταναλώνει, παράγει και κοιμάται
και φυσικά δεν νιώθει,
αυτό ίσως είναι και το καλό του να είσαι μηχανή...
Βγαίνω έξω, ένας ακόμη αριθμός στο τεράστιο πλήθος
που μετακινείται πέρα δώθε σαν σμήνος εντόμων
παγιδευμένο σε μια τεράστια κυψέλη,
φήμες λένε πως την έφτιαξαν οι πρόγονοί μας μα δεν το πιστεύω,
αυτό το έκτρωμαδεν μπορεί να έγινε από ανθρώπινα χέρια,
αυτή η πόλη είναι μια φυλακή,
δεσμώτες και κρατούμενοι έχουν την ίδια μοίρα,
μάτια κενά, πρόσωπα χλωμά και χείλη παγωμένα,
είμαστε νεκροί μα δεν το ξέρουμε,
κανείς δεν μας το είπε
κι έτσι συνεχίζουμε να κάνουμε πως ζούμε...
Πηγαίνω στη δουλειά και βάζω καθημερινά
το δικό μου λιθαράκι στο τείχος που μας περιβάλλει,
μέρος ενός συνόλου που με αγνοεί και το μισώ
μα τι θα ήταν ο κρίκος χωρίς την αλυσίδα ή το αντίθετο,
έχουμε ανάγκη ο ένας τον άλλο
κι έτσι αυτή η φαρσοκωμωδία που λέγεται ζωή συνεχίζεται,
θέτω στόχους ν' ανέβω ψηλά και το καταφέρνω
μόνο και μόνο για να διαπιστώσω πως γίνομαι ολοένα και πιο μικρός,
τι φταίει άραγε;
Δεν τον αντέχω άλλο αυτόν τον κόσμο,
θέλω να διασκεδάσω, να ξεχάσω, να πάψω να σκέφτομαι,
να γίνω ένα με το τίποτα
κι είναι φορές που σχεδόν το καταφέρνω
μα λίγο πριν το χαμόγελο της άγνοιας ανθίσει στο πρόσωπό μου
σαν πέτρα πέφτει μια σκέψη στην άδεια λίμνη του μυαλού μου
και στέλνει προς κάθε κατεύθυνση κύματα απόγνωσης.
Ποιο καταραμένο χέρι ρίχνει κάθε φορά αυτή την πέτρα
και με γυρνάει πίσω;
Έρχεται το βράδυ κι επιστρέφω σπίτι
μα τώρα φοβάμαι να πλησιάσω το κρεβάτι,
ξέρω πως αν το κάνω, αν κοιμηθώ,
τότε όλα θ' αρχίσουν πάλι απ' την αρχή, ξανά και ξανά,
ένα αδιάκοπο ταξίδι στη χώρα του πουθενά,
πόσα βράδια έμεινα ξάγρυπνος μήπως και σπάσω αυτή την κατάρα,
μήπως λύσω τα μάγια που μ' έριξαν σε τούτη τη ζωή,
αλλά μάταια,
η ζωή μου είναι ήδη γραμμένη ό,τι κι αν κάνω,
δεν είμαι παρά μια κουκίδα στο βιβλίο της ζωής
κι αν το θελήσει ο συγγραφέας
- είναι άραγε αυτός που κάποιοι αποκαλούν Θεό; -
θα με σβήσει με μια μονοκοντυλιά.
Σβήσε με λοιπόν, με ακούς;
Σβήσε με,
γιατί αυτό που εσύ το λες ζωή
εγώ το λέω θάνατο...

Ο λάθος άνθρωπος...

Η αγάπη είναι δύσκολη...
Αγάπη σημαίνει να παίρνεις την ανηφόρα
όταν όλοι διαλέγουν τον εύκολο δρόμο,
ν' ακούς την καρδιά σου και κανέναν άλλο,
να κλείνεις τ' αυτιά στη λογική
και στις συμβουλές των άλλων,
να βλέπεις τη φωτιά και να προχωράς,
να λες δεν θα καώ
κι ούτε κι εσύ ο ίδιος να μην ξέρεις
αν έχεις δίκιο ή άδικο,
δεν έχει εξάλλου σημασία,
όταν αγαπάς δεν υπάρχει σωστό ή λάθος,
υπάρχει απλά μια φωνή μέσα σου που σε καθοδηγεί,
άραγε είναι η δική σου η φωνή,
η δική μου,
υπάρχει στ' αλήθεια αυτή η φωνή
ή είναι γέννημα της φαντασίας σου;
Δεν θες να μάθεις,
θες απλά να την εμπιστευτείς
γιατί πρέπει ν' ακούσεις κάποιον,
όχι τους άλλους,
γιατί εκείνοι δεν ξέρουν τι νιώθεις
ούτε καν εσένα
γιατί ούτε ο εαυτός σου μπορεί να σε συμβουλέψει
κι έτσι το μόνο που σου μένει είναι αυτή η φωνή
που την ακούς εσύ μονάχα,
άραγε γεννιέται μέσα στο μυαλό σου
ή στην καρδιά σου;
Δεν ξέρεις,
το μόνο που ξέρεις
είναι ότι τα βράδια είναι πιο δυνατή,
ίσως φταίει η ησυχία,
ίσως πάλι η μοναξιά και το άδειο κρεβάτι,
ίσως όλα αυτά και τίποτα μαζί,
ίσως τα έχεις χάσει τελείως,
αλλά αυτό είναι καλό πράγμα,
έτσι δεν είναι;
Αν δεν τα είχες χάσει
δεν θα ήσουν ερωτευμένος,
όταν αγαπάς τρελαίνεσαι,
ο κόσμος αλλάζει γύρω σου
ή μήπως άλλαξες εσύ και βλέπεις με άλλα μάτια;
Κάποιοι θα έλεγαν ότι δεν βλέπεις καθόλου,
ο έρωτας εξάλλου είναι τυφλός
κι εσύ τυφλώθηκες κι αγάπησες τον λάθος άνθρωπο,
έτσι σου λένε τουλάχιστον
κι ίσως να έχουν και δίκιο
μα η ζωή δεν είναι δικαστήριο
κι όταν αγαπάς αλλάζουνε πολλά,
δεν είσαι εσύ ο τυφλός αλλά οι άλλοι,
θες να τους το φωνάξεις,
να βγεις και να τους δείξεις την αλήθεια
μα πώς να δείξεις κάτι σε τυφλούς,
δεν γίνεται κι έτσι σιωπάς,
με τον καιρό αδιαφορείς,
δεν είναι αυτοί που θες να πείσεις,
δεν τους χρειάζεσαι,
δυο άτομα αρκούν να ζήσεις στον Παράδεισο
κι οι άλλοι όλοι ας μείνουνε απ' έξω...


Χωρίς εσένα...

Είσαι νερό κι είμαι φωτιά,
είσαι φωτιά και είμαι χιόνι
κι ο έρωτάς σου μαχαιριά
που την καρδιά ματώνει.
Είμαι κύμα κι είσαι βράχος,
είσαι αγέρας κι είμαι σκόνη
κι όμως μια στιγμή μονάχος
κι η απουσία σου σκοτώνει.

Χωρίς εσένα μάτια μου
σπάνε της λογικής τα φρένα,
σκορπίζουν τα κομμάτια μου
στου κόσμου την αρένα,
για σένα τώρα μόνο ζω
και χώρια σου πεθαίνω,
σαν ταξιδιώτης σε σταθμό
που έχασε το τρένο.
Χωρίς εσένα θα μετρώ
την άδεια πια ζωή μου
καθώς θα φεύγει αδιάκοπα
στου χρόνου την κλεψύδρα
και μοναχός θα πορευθώ
τη στείρα διαδρομή μου
με μόνο μου παράπτωμα
πως τόλμησα και σ' είδα.

Είσαι η άμμος κι είμαι το νερό
που αχόρταγα με πίνεις,
σαν τον Ιούδα πάνω στο σταυρό
έρχεσαι και με στήνεις.
Είσαι φλόγα κι είμαι λάδι,
που σε τρέφω και τελειώνω,
δωσ' μου ένα μόνο βράδυ
μια ζωή να στο πληρώνω.

Είσαι το φως κι είμαι σκιά
στο περιθώριο κρυμμένη,
είσαι καμπάνα σ' εκκλησιά
κι εγώ ψυχή κυνηγημένη.
Είσαι σπουργίτι που 'μεινε στην πόλη
και καταφύγιο ζήτησε
σ' ένα φτωχό ζητιάνο.
Μα τι κι αν την κουβέρτα μου
ο χρόνος κατατρύπησε;
Εγώ θα σε ζεστάνω.


Τι βρήκα σε σένα;

Τι βρήκα σε σένα;
Θυμάσαι πόσες φορές μου έχεις κάνει αυτή την ερώτηση;
Αν και είναι δύσκολο
θα προσπαθήσω να σου πω τι βλέπω όταν σε κοιτώ,
λέω θα προσπαθήσω γιατί όταν αγαπάς
είναι σαν να ζεις συνέχεια μέσα σε ένα όνειρο,
η λογική κι η μνήμη δεν δουλεύουν,
τα χρώματα κι οι ήχοι μπερδεύονται,
βλέπεις με τα μάτια κλειστά
κι ονειρεύεσαι ξύπνιος,
τη μια στιγμή πατάς στο έδαφος
και την άλλη πετάς ψηλά,
μια δίνη η ζωή κι εσύ στροβιλίζεσαι μέσα της
κι αφήνεσαι να σε παρασύρει αυτό που νιώθεις,
δεν θες να πιαστείς από πουθενά,
θες μόνο να κρατήσει για πάντα,
σαν μικρό παιδί στο λούνα παρκ
που όσες βόλτες και να κάνει ποτέ δεν θα είναι αρκετές...
Όταν σε κοιτώ
βλέπω χρυσά φεγγάρια στο πλάι των χειλιών σου
και τριαντάφυλλα ν' ανθίζουνε ανάμεσα στα μαλλιά σου,
ηλιοβασιλέματα στις λίμνες των ματιών σου
και τα χρώματα του δειλινού στα μάγουλά σου,
μεσημέρια καλοκαιριού στην κόκκινη από ντροπή μυτούλα σου
και στάλες πρωινής δροσιάς στα βλέφαρά σου.
Μην ξαναπείς λοιπόν ότι δεν είσαι όμορφη,
για μένα είσαι μια ζωγραφιά αγάπη μου...


Θα είμαι δίπλα σου...

Κάθε βράδυ γίνομαι αστέρι
κι έρχομαι πάνω από το σπίτι σου,
στέλνω το φως μου δίπλα σου,
όχι πολύ, μη σε ξυπνήσει,
ίσα ίσα να μη φοβάσαι το σκοτάδι
και σου κρατάω συντροφιά ως το πρωί...
Κι όταν γλυκοχαράζει
σου ψιθυρίζω γλυκά στο αυτί:
Ξύπνα αγάπη μου,
είναι ώρα να φέρεις τα χρώματα της αυγής στον κόσμο,
σήκω άγγελέ μου
να ομορφύνεις τον ουρανό με τις φτερούγες σου...
Κι ενώ περιμένεις στη στάση
στέκομαι δίπλα σου,
σκιά μες στο σκοτάδι
και σου κρατάω το χέρι
να 'ναι ζεστό τα κρύα πρωινά του χειμώνα...
Μέσα στο λεωφορείο
φτιάχνω σχήματα με την ανάσα μου στα τζάμια,
άραγε τα έχεις προσέξει ποτέ;
Διαρκούνε τόσο λίγο που κι ένα μόνο καρδιοχτύπι
μπροστά τους θα φάνταζε ολάκερη αιωνιότητα...
Και στη δουλειά σου
θα πάρω χίλιες μορφές για να 'μαι δίπλα σου,
θα είμαι το φύλλο που θα ρίξει επάνω σου ο αγέρας,
ο ίδιος ο αέρας που φυσά στο πρόσωπό σου,
μια σταγόνα νερού που δραπέτευσε
απ' τον κλιματισμό κι ήρθε να σε φιλήσει...
Θα είμαι δίπλα σου,
όχι για πάντα,
κανείς δεν το μπορεί αυτό,
απλά μέχρι το τέλος του κόσμου...