Τετάρτη 31 Αυγούστου 2011

Μελαγχολία...

Άλλη μια μέρα χωρίς εσένα φτάνει στο τέλος της,
ο ήλιος ολοκλήρωσε ακόμη ένα του ταξίδι,
ίδιο κι απαράλλαχτο με όλα τα προηγούμενα κι όλα τα επόμενα,
ακόμη κι αν ο κόσμος όλος χαθεί κι η γη ερημώσει
εκείνος θ' ανατέλλει και θα δύει με τον ίδιο ρυθμό,
τι κι αν εμένα μου φάνηκε ατελείωτη η μέρα,
τι κι αν κάθε δευτερόλεπτο μακριά σου έμοιαζε μαρτύριο,
τι κι αν κάθε φορά που είμαι μακριά σου
ο χρόνος σέρνεται πιο αργά κι από το σύμπαν,
για τον ήλιο κάθε διαδρομή διαρκεί 24 ώρες,
τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο...
Ένα ματωμένο ηλιοβασίλεμα απλώνεται στον ουρανό
σαν κάποιος σπλαχνικός ζωγράφος
να πήρε το αίμα της καρδιάς μου που αιμορραγεί
και να πασάλειψε με αυτό τον ορίζοντα απ' άκρη σ' άκρη,
κάπου στο βάθος ακούγονται μακρινές βροντές
από μια βροχή που τελικά δεν θα ξεσπάσει
ή μήπως είναι τα τελευταία καρδιοχτύπια πριν το τέλος;
Σιγά σιγά νυχτώνει
κι ο κόσμος αρχίζει να παίρνει το χρώμα της ψυχής μου
ώσπου ένα αλαζονικό φεγγάρι ρίχνει το φως του
στο αδειανό κρεβάτι μου,
η μοναξιά μου συνελήφθη επ' αυτοφόρω,
μες στο σκοτάδι ίσως να ξεγελούσα τον εαυτό μου,
μα τώρα η έλλειψή σου αποκαλύφθηκε,
δεν έχω τρόπο πια να υποκριθώ,
σηκώνω απλά το βλέμμα και κοιτώ τον ουρανό,
άραγε κοιτάς κι εσύ απόψε το ίδιο φεγγάρι;
Πόσο θα ήθελα να φανταστώ ότι αυτές οι δυο σκιές στην επιφάνειά του
είναι τα μάτια σου,
άραγε είσαι ξύπνια ή κοιμάσαι;
Μια χάρη απόψε σου ζητώ,
απόψε που μου λείπεις και πεθαίνω,
άσε την πόρτα των ονείρων σου ανοιχτή
κι εγώ θα τρέξω σαν τρελός για να σε βρω,
έχω ανάγκη να σε νιώσω δίπλα μου...


Σε ζωγραφίζω με το νου...

Μου λείπεις,
κάθε μέρα όλο και πιο πολύ,
αξημέρωτες οι μέρες χωρίς το δικό σου χαμόγελο,
αφέγγαρες οι νύχτες χωρίς τη λάμψη των ματιών σου,
μαίνεται μέσα μου η θύελλα της απουσίας σου
και το καράβι της καρδιάς μου κλυδωνίζεται,
κάπου στο βάθος υψώνονται τα βράχια της απελπισίας,
μα όχι, είναι νωρίς ακόμη, αντέχω,
έχω για φάρο την ανάμνησή σου και συνεχίζω,
θα φτάσω στο λιμάνι του γυρισμού σου
και δεν θα σ' αφήσω να μου φύγεις ποτέ ξανά,
μη με ρωτάς γιατί,
ακόμη κι ο πιο γενναίος δεν μπορεί
να περάσει την Κόλαση για δεύτερη φορά...
Σε φέρνω στο μυαλό μου,
πλάθω εικόνες με την φαντασία μου,
παλεύω από κάπου για να κρατηθώ,
είναι τόσο αφιλόξενες οι θάλασσες της μοναξιάς που ταξιδεύω,
έχω ανάγκη ένα ψέμα να με νανουρίσει,
ν' αποκοιμίσει τον φόβο και την αγωνία μου,
να με πάρει από το χέρι σαν μικρό παιδί
και να με φέρει κοντά σου, έστω σ' ένα όνειρο...
Σε ζωγραφίζω με το νου
να στέκεσαι στην άκρη ενός βράχου σε κάποιο μακρινό νησί,
το βλέμμα σου οργώνει τη θάλασσα πέρα μακριά
και δεν το σταματάει ούτε καν ο ορίζοντας,
φοράς ένα σκούρο μακρύ φόρεμα,
στο χρώμα μιας νύχτας χωρίς αστέρια
και τα μαλλιά σου πέφτουν πίσω σου σαν καταρράκτης,
είναι απίστευτο πόσο μεγάλωσαν σε λίγες εβδομάδες,
αλλά στα όνειρα όλα είναι δυνατά κι όλα αλλάζουν,
το φόρεμά σου χάνεται μες στις σχισμές των βράχων,
νομίζω πως ακούω το θρόισμά του στα χάδια του ανέμου,
μυρίζω τα λουλούδια που έστρωσαν χαλί στα πόδια σου,
μοιάζεις με νεράιδα που γεννήθηκε σε μια στιγμή μέσα απ' τη γη
κι όλα της φύσης τα στοιχειά υποκλίνονται μπροστά σου,
θάλασσα, γη κι αέρας συναγωνίζονται για την εύνοιά σου,
παλεύουν μεταξύ τους με λύσσα σαν μνηστήρες...
Στο χέρι σου κρατάς ένα λουλούδι,
μοιάζεις έτοιμη να το πετάξεις μες στα κύματα,
αλλά όχι, είναι ένα ιδιαίτερο λουλούδι,
είναι το άνθος της αγάπης μας,
κόκκινο σαν ηλιοβασίλεμα απ' το αίμα της καρδιάς,
θα το κρατάς για πάντα
να σου θυμίζει τη μέρα που γίναμε ένα...
Τα κύματα σφυροκοπούν τα βράχια λούζοντας τα πάντα στον αφρό τους,
ο άνεμος ουρλιάζει σχεδιάζοντας με χέρι αόρατο πτυχές στο φόρεμά σου
κι η γη σου δείχνει τα πιο όμορφα άνθη της,
μα εσύ αδιαφορείς, κρατάς ακόμη πιο γερά το λουλούδι μας
κι ατενίζεις πέρα μακριά,
τι κι αν μοιάζει αδύνατο, εσύ μπορείς,
βλέπεις το καράβι της καρδιάς μου να παλεύει μες στην θύελλα,
σχεδόν ακούς το ταλαιπωρημένο του σκαρί να τρίζει
κι απλά χαμογελάς...
Είναι μια μαγική στιγμή,
μοιάζει ν' ανέτειλαν μαζί ο ήλιος και το φεγγάρι,
ένα παραδεισένιο φως λούζει τα πάντα με τη λάμψη του
κι οι θάλασσες του νου μου γαληνεύουν,
ρίχνω άγκυρα και κλείνω τα μάτια,
λίγο πριν κοιμηθώ είμαι σίγουρος πως από κάπου μακριά
έρχεται μια υπέροχη γνώριμη μυρωδιά
που μοιάζει με άρωμα λουλουδιών...


Μεταμορφώσεις...


Στην έρημο των παθών μου
ταξιδεύω με της φαντασίας μου το καραβάνι
και σαν σ’ απόκριση των προσευχών μου
με οδηγεί μια μάγισσα στου πόθου το λιμάνι
και με του δράκου την πνοή δίχως εσύ να νιώσεις
με υποβάλλει σ’ άπειρες κρυφές μεταμορφώσεις.
Γίνομαι καθρέπτης
για να μπορώ να σ’ αντικρίζω κάθε μέρα,
γίνομαι δάκρυ
για να βρεθώ προσκυνητής στο βελουδένιο πρόσωπό σου,
γίνομαι αγέρι
και της πνοής μου τ’ άγγιγμα χαϊδεύει τα μαλλιά σου,
γίνομαι μελωδία
κι εσύ σαν μπαλαρίνα στροβιλίζεσαι στις νότες της καρδιάς μου,
γίνομαι άρωμα
κι εσύ με γεύεσαι αχόρταγα όπως η μέλισσα το νέκταρ,
γίνομαι κύμα
κι εσύ δελφίνι χάνεσαι στου πόθου τους αφρούς,
γίνομαι χρυσή βροχή
κι εσύ το δέντρο που ποθεί στο διψασμένο φύλλωμα για πάντα να με κλείσει,
γίνομαι νύχτα
κι εσύ χωρίς ντροπή αφήνεσαι γυμνή στην αγκαλιά μου,
γίνομαι σεντόνι
για να σκεπάσω ερωτικά κάθε κομμάτι του κορμιού σου,
γίνομαι όνειρο
για να χωθώ στη σκέψη σου έστω κι ένα βράδυ,
γίνομαι φεγγάρι
για να μπορείς να λούζεσαι στο φως του Παραδείσου,
γίνομαι πεφταστέρι
κι εσύ πριγκίπισσα στο κάστρο σου μου ψιθυρίζεις την ευχή σου.
Γίνομαι , γίνομαι , γίνομαι,
ολάκερη ζωή μορφές αλλάζω,
χιλιάδες ρόλους υποκρίνομαι,
φανταστικός Πρωτέας που διστάζω
σαν άνθρωπος προς άνθρωπο να’ρθω να σου μιλήσω
και με τα λόγια της καρδιάς
ψυχή και σώμα δίνοντας αγάπη να ζητήσω
προτού τα βέλη της φωτιάς
με κατακάψουν σύγκορμο σαν το κερί που λιώνει
δίχως κι ο Μέρλιν έπειτα το Χάρο να σκοτώνει...

Επιθυμίες...


Θα ήθελα
να κάνω τα φύλλα να σταθούν στο φθινοπωρινό το δέντρο ,
να πλημμυρίσουν στάλες της βροχής τη διψασμένη μου καρδιά ,
οι νύφες τ’ ουρανού κάθε Χριστούγεννα
να περιμένουν το γαμπρό στ’ ανθρώπινα κατώφλια ,
ν’ ακούσω τους ήχους των χρωμάτων
και να συνθέσω ένα ουράνιο τόξο ,
να αισθανθώ το άρωμα της κάθε νότας χωριστά ,
να χαιρετίσω το είδωλό μου στον καθρέπτη ,
να ξυπνήσω ένα πρωί δίχως να φύγει τ’ όνειρο ,
να φιλήσω το μέτωπο των προγόνων μου
μέσα από τ’ αρχαία κείμενα ,
να παγώσω μ’ ένα φύσημα των ρολογιών τους δείχτες ,
να γίνω ένα με το φως στο σύμπαν βυθισμένος ,
να αισθανθώ τη γήινη ανάσα στο δαχτυλίδι της φωτιάς ,
να μείνουν πάντα πλάι μου εκείνοι που αγάπησα
έστω και σαν φαντάσματα με ρίζες σ’ άλλους κόσμους ,
ν’ αγγίξω τη σκιά μου
κι έπειτα να κόψω τα δεσμά που μας ενώνουν ,
να γεμίσω τα πνευμόνια μου νερό
και να χαθώ μαζί με τα δελφίνια ,
ν’ αψηφήσω τη βαρύτητα
και να πετάξω μακριά παρέα με τα χελιδόνια ,
στα σύνορα θανάτου και ζωής το διαβατήριο να χάσω ,
να βρω ένα δρόμο στη ζωή και να τον περπατήσω
κι αν την Ιθάκη μου δε βρω θ’ αρκεί που πήγα κάπου ,
να βρω νερό στην έρημο κι αγάπη στην ψυχή μου ,
να συναντήσω την άγνωστη αγαπημένη που ίσως κάπου
να μ’ αποζητά
και που , ποιος να ξέρει αλήθεια , 
ίσως κάποτε κι εκείνη με τους στίχους να μου πει το δικό της σ’ αγαπώ...

ΥΓ Η άγνωστη αγαπημένη έχει πλέον όνομα,
τι κι αν δεν γράφεις στίχους,
πώς να χωρέσεις σε λέξεις το χαμόγελο και τη ματιά σου;


Θα σε βρω...

Ξέρεις τι δεν θα μπορούσαμε ποτέ να κάνουμε εμείς οι δύο;
Να παίξουμε κρυφτό,
μη γελάς,
αλήθεια σου το λέω, δεν γίνεται...
Ακόμη κι αν μου έκλεινες τα μάτια
θα συνέχιζα να σε βλέπω με τα μάτια της ψυχής μου,
το φως της ομορφιάς σου θα έκαιγε
τα κλειστά μου βλέφαρα
κι εγώ θα σ' έβρισκα σαν νυχτοπεταλούδα,
θ' άκουγα το χτυποκάρδι σου
να με καλεί σαν τη καμπάνα τον πιστό
να 'ρθω να προσκυνήσω άγγελέ μου,
η αγάπη σου κι η σκέψη σου θ' άφηναν παντού τα ίχνη τους
κι εγώ απλά θ' ακολουθούσα
το μονοπάτι που θα χάραζε η μυρωδιά σου,
μας δένει μια αόρατη κλωστή,
πώς να σε χάσω αγάπη μου,
πιο εύκολο το έχω να χάσω τον εαυτό μου,
τα βήματά μου έρχονται στο κατόπι σου,
τα χέρια μου σε νιώθουν μέσα στο σκοτάδι,
ακούω τη φωνή σου να με καλεί στα όνειρά μου
και να μου λέει τα μυστικά σου,
δεν μπορείς να κρυφτείς αγάπη μου,
όπως δεν μπορώ να σου κρυφτώ κι εγώ,
πάντα θα βρίσκει ο ένας τον άλλο
σαν δυο μισά που δεν μπορούν παρά να γίνουν ένα,
πώς να κρυφτεί ο ουρανός απ' το φεγγάρι
κι η γη από τον ήλιο,
δεν γίνεται σου λέω,
όπου κι αν κρυφτείς θα σε βρω,
όπου κι αν είσαι θα σε νιώσω,
θα σε βρω,
θα πάρω ανάσα απ' την ανάσα σου
και θα συνεχίσω να ζω...


Το δώρο μου για σένα...

Ξύπνησα ένα πρωινό κι ανακάλυψα
ότι δεν είχα πια καρδιά,
κοίταξα το στήθος μου με αγωνία
αλλά δεν βρήκα την πληγή,
δεν είχε χυθεί ούτε σταγόνα αίμα.
Κι όμως ήταν ξεκάθαρο,
όσο κι αν έψαξα να βρω το γνώριμό της χτύπο,
δεν άκουσα παρά μονάχα τη σιωπή της απουσίας.
Τι είχε συμβεί;
Είχα λοιπόν πεθάνει στον ύπνο μου;
Όχι βέβαια,
το σώμα μου ήταν ζεστό
κι ένιωθα τα πάντα γύρω μου.
Έκλεισα τα μάτια, πήρα μια βαθιά ανάσα
κι άφησα τη σκέψη μου να ταξιδέψει,
τι είχε συμβεί το προηγούμενο βράδυ;
Στην αρχή δεν έγινε τίποτα,
τα πάντα ήταν θολά,
ήταν μια μέρα σαν όλες τις άλλες,
από αυτές που μένουν στη μνήμη μόνο για λίγο
κι έπειτα χάνονται σαν να μην υπήρξαν ποτέ,
σαν φύλλα φθινοπωρινά στο φύσημα του ανέμου.
Μα ύστερα θυμήθηκα,
όχι κάτι ιδιαίτερο, όχι ακριβώς μια ανάμνηση,
περισσότερο μια αίσθηση
πως κάτι ξεχωριστό συνέβη χθες, αλλά τι;
Δεν είναι περίεργο πώς λειτουργεί το μυαλό του ανθρώπου;
Μοιάζει με ουρανό πριν από την καταιγίδα,
τα πάντα είναι ήσυχα σαν να κοιμούνται,
λίγα σύννεφα εδώ κι εκεί κι αυτό είναι όλο,
δεν αξίζει να τους δώσεις σημασία
μα ξαφνικά και πριν καλά καλά το καταλάβεις
κεραυνοί και αστραπές ανατινάζουν τον ορίζοντα
κι εσύ τρέχεις να κρυφτείς,
μια μόνο σταγόνα κι αρχίζει η βροχή,
κάπως έτσι θυμήθηκα κι εγώ.
Η δική μου η σταγόνα ήταν μια μυρωδιά,
απίστευτο δεν είναι;
Δεν τη μύρισα στην αρχή
ή κι αν τη μύρισα δεν την πρόσεξα,
μα τώρα κατέκλυσε όλο μου το είναι,
πότισε μέχρι και το τελευταίο μου κύτταρο.
Αυτό που θυμήθηκα ήταν ότι έπεσα για ύπνο
και είδα το πιο όμορφο όνειρο που είχα δει ποτέ,
είδα τους ουρανούς ν' ανοίγουν
και να ξεχύνεται από μέσα τους ένα θεσπέσιο φως,
ένα φως σαν να ενωθήκανε όλα τ' αστέρια του ουρανού
κι αυτό το φως ερχόταν προς εμένα,
μπορούσα σχεδόν να το αγγίξω
μα φυσικά δεν τόλμησα κι έκανα να κλείσω τα μάτια από δέος
μα λίγο πριν πρόλαβα κι είδα το φως να παίρνει μορφή
και να ξαπλώνει δίπλα μου.
Έμεινα για λίγο με τα βλέφαρα κλειστά
μα τι περίεργο,
ακόμη κι έτσι ένιωθα το φως στο πλάι μου να με ζεσταίνει,
όλο μου το κορμί έκαιγε σαν να είχα πυρετό
μα πιο πολύ φλεγόταν η καρδιά στο στήθος μου,
άραγε να την έκαψε αυτή η φωτιά;
Αλλά τι λέω; Ένα όνειρο ήταν,
δεν μπορείς να πάθεις κακό σε ένα όνειρο
ή μήπως όχι;
Κάποια στιγμή βρήκα το θάρρος κι άνοιξα τα μάτια,
γύρισα στο πλάι και κοίταξα
κι αυτό που είδα ήταν ένας άγγελος με ολόχρυσες φτερούγες,
δυο μάτια να καίνε σαν φωτιές
κι ένα χαμόγελο που θα μπορούσε να κάνει τον ήλιο να κρυφτεί από ντροπή
κι ο άγγελος αυτός ήσουν εσύ αγάπη μου,
ξαπλωμένη δίπλα μου,
ναι, τώρα ξεκαθάρισαν όλα μέσα μου,
δεν ήταν όνειρο,
τα σεντόνια έχουν ακόμη πάνω τους τη μυρωδιά σου,
χθες ήταν η πρώτη μας φορά που κάναμε έρωτα,
χθες ένας άγγελος άφησε τον Παράδεισο για χάρη μου
κι εγώ ένας άνθρωπος θνητός
δεν βρήκα τίποτε άλλο να του δώσω παρά την καρδιά μου...