Τετάρτη 31 Αυγούστου 2011

Μελαγχολία...

Άλλη μια μέρα χωρίς εσένα φτάνει στο τέλος της,
ο ήλιος ολοκλήρωσε ακόμη ένα του ταξίδι,
ίδιο κι απαράλλαχτο με όλα τα προηγούμενα κι όλα τα επόμενα,
ακόμη κι αν ο κόσμος όλος χαθεί κι η γη ερημώσει
εκείνος θ' ανατέλλει και θα δύει με τον ίδιο ρυθμό,
τι κι αν εμένα μου φάνηκε ατελείωτη η μέρα,
τι κι αν κάθε δευτερόλεπτο μακριά σου έμοιαζε μαρτύριο,
τι κι αν κάθε φορά που είμαι μακριά σου
ο χρόνος σέρνεται πιο αργά κι από το σύμπαν,
για τον ήλιο κάθε διαδρομή διαρκεί 24 ώρες,
τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο...
Ένα ματωμένο ηλιοβασίλεμα απλώνεται στον ουρανό
σαν κάποιος σπλαχνικός ζωγράφος
να πήρε το αίμα της καρδιάς μου που αιμορραγεί
και να πασάλειψε με αυτό τον ορίζοντα απ' άκρη σ' άκρη,
κάπου στο βάθος ακούγονται μακρινές βροντές
από μια βροχή που τελικά δεν θα ξεσπάσει
ή μήπως είναι τα τελευταία καρδιοχτύπια πριν το τέλος;
Σιγά σιγά νυχτώνει
κι ο κόσμος αρχίζει να παίρνει το χρώμα της ψυχής μου
ώσπου ένα αλαζονικό φεγγάρι ρίχνει το φως του
στο αδειανό κρεβάτι μου,
η μοναξιά μου συνελήφθη επ' αυτοφόρω,
μες στο σκοτάδι ίσως να ξεγελούσα τον εαυτό μου,
μα τώρα η έλλειψή σου αποκαλύφθηκε,
δεν έχω τρόπο πια να υποκριθώ,
σηκώνω απλά το βλέμμα και κοιτώ τον ουρανό,
άραγε κοιτάς κι εσύ απόψε το ίδιο φεγγάρι;
Πόσο θα ήθελα να φανταστώ ότι αυτές οι δυο σκιές στην επιφάνειά του
είναι τα μάτια σου,
άραγε είσαι ξύπνια ή κοιμάσαι;
Μια χάρη απόψε σου ζητώ,
απόψε που μου λείπεις και πεθαίνω,
άσε την πόρτα των ονείρων σου ανοιχτή
κι εγώ θα τρέξω σαν τρελός για να σε βρω,
έχω ανάγκη να σε νιώσω δίπλα μου...


Σε ζωγραφίζω με το νου...

Μου λείπεις,
κάθε μέρα όλο και πιο πολύ,
αξημέρωτες οι μέρες χωρίς το δικό σου χαμόγελο,
αφέγγαρες οι νύχτες χωρίς τη λάμψη των ματιών σου,
μαίνεται μέσα μου η θύελλα της απουσίας σου
και το καράβι της καρδιάς μου κλυδωνίζεται,
κάπου στο βάθος υψώνονται τα βράχια της απελπισίας,
μα όχι, είναι νωρίς ακόμη, αντέχω,
έχω για φάρο την ανάμνησή σου και συνεχίζω,
θα φτάσω στο λιμάνι του γυρισμού σου
και δεν θα σ' αφήσω να μου φύγεις ποτέ ξανά,
μη με ρωτάς γιατί,
ακόμη κι ο πιο γενναίος δεν μπορεί
να περάσει την Κόλαση για δεύτερη φορά...
Σε φέρνω στο μυαλό μου,
πλάθω εικόνες με την φαντασία μου,
παλεύω από κάπου για να κρατηθώ,
είναι τόσο αφιλόξενες οι θάλασσες της μοναξιάς που ταξιδεύω,
έχω ανάγκη ένα ψέμα να με νανουρίσει,
ν' αποκοιμίσει τον φόβο και την αγωνία μου,
να με πάρει από το χέρι σαν μικρό παιδί
και να με φέρει κοντά σου, έστω σ' ένα όνειρο...
Σε ζωγραφίζω με το νου
να στέκεσαι στην άκρη ενός βράχου σε κάποιο μακρινό νησί,
το βλέμμα σου οργώνει τη θάλασσα πέρα μακριά
και δεν το σταματάει ούτε καν ο ορίζοντας,
φοράς ένα σκούρο μακρύ φόρεμα,
στο χρώμα μιας νύχτας χωρίς αστέρια
και τα μαλλιά σου πέφτουν πίσω σου σαν καταρράκτης,
είναι απίστευτο πόσο μεγάλωσαν σε λίγες εβδομάδες,
αλλά στα όνειρα όλα είναι δυνατά κι όλα αλλάζουν,
το φόρεμά σου χάνεται μες στις σχισμές των βράχων,
νομίζω πως ακούω το θρόισμά του στα χάδια του ανέμου,
μυρίζω τα λουλούδια που έστρωσαν χαλί στα πόδια σου,
μοιάζεις με νεράιδα που γεννήθηκε σε μια στιγμή μέσα απ' τη γη
κι όλα της φύσης τα στοιχειά υποκλίνονται μπροστά σου,
θάλασσα, γη κι αέρας συναγωνίζονται για την εύνοιά σου,
παλεύουν μεταξύ τους με λύσσα σαν μνηστήρες...
Στο χέρι σου κρατάς ένα λουλούδι,
μοιάζεις έτοιμη να το πετάξεις μες στα κύματα,
αλλά όχι, είναι ένα ιδιαίτερο λουλούδι,
είναι το άνθος της αγάπης μας,
κόκκινο σαν ηλιοβασίλεμα απ' το αίμα της καρδιάς,
θα το κρατάς για πάντα
να σου θυμίζει τη μέρα που γίναμε ένα...
Τα κύματα σφυροκοπούν τα βράχια λούζοντας τα πάντα στον αφρό τους,
ο άνεμος ουρλιάζει σχεδιάζοντας με χέρι αόρατο πτυχές στο φόρεμά σου
κι η γη σου δείχνει τα πιο όμορφα άνθη της,
μα εσύ αδιαφορείς, κρατάς ακόμη πιο γερά το λουλούδι μας
κι ατενίζεις πέρα μακριά,
τι κι αν μοιάζει αδύνατο, εσύ μπορείς,
βλέπεις το καράβι της καρδιάς μου να παλεύει μες στην θύελλα,
σχεδόν ακούς το ταλαιπωρημένο του σκαρί να τρίζει
κι απλά χαμογελάς...
Είναι μια μαγική στιγμή,
μοιάζει ν' ανέτειλαν μαζί ο ήλιος και το φεγγάρι,
ένα παραδεισένιο φως λούζει τα πάντα με τη λάμψη του
κι οι θάλασσες του νου μου γαληνεύουν,
ρίχνω άγκυρα και κλείνω τα μάτια,
λίγο πριν κοιμηθώ είμαι σίγουρος πως από κάπου μακριά
έρχεται μια υπέροχη γνώριμη μυρωδιά
που μοιάζει με άρωμα λουλουδιών...


Μεταμορφώσεις...


Στην έρημο των παθών μου
ταξιδεύω με της φαντασίας μου το καραβάνι
και σαν σ’ απόκριση των προσευχών μου
με οδηγεί μια μάγισσα στου πόθου το λιμάνι
και με του δράκου την πνοή δίχως εσύ να νιώσεις
με υποβάλλει σ’ άπειρες κρυφές μεταμορφώσεις.
Γίνομαι καθρέπτης
για να μπορώ να σ’ αντικρίζω κάθε μέρα,
γίνομαι δάκρυ
για να βρεθώ προσκυνητής στο βελουδένιο πρόσωπό σου,
γίνομαι αγέρι
και της πνοής μου τ’ άγγιγμα χαϊδεύει τα μαλλιά σου,
γίνομαι μελωδία
κι εσύ σαν μπαλαρίνα στροβιλίζεσαι στις νότες της καρδιάς μου,
γίνομαι άρωμα
κι εσύ με γεύεσαι αχόρταγα όπως η μέλισσα το νέκταρ,
γίνομαι κύμα
κι εσύ δελφίνι χάνεσαι στου πόθου τους αφρούς,
γίνομαι χρυσή βροχή
κι εσύ το δέντρο που ποθεί στο διψασμένο φύλλωμα για πάντα να με κλείσει,
γίνομαι νύχτα
κι εσύ χωρίς ντροπή αφήνεσαι γυμνή στην αγκαλιά μου,
γίνομαι σεντόνι
για να σκεπάσω ερωτικά κάθε κομμάτι του κορμιού σου,
γίνομαι όνειρο
για να χωθώ στη σκέψη σου έστω κι ένα βράδυ,
γίνομαι φεγγάρι
για να μπορείς να λούζεσαι στο φως του Παραδείσου,
γίνομαι πεφταστέρι
κι εσύ πριγκίπισσα στο κάστρο σου μου ψιθυρίζεις την ευχή σου.
Γίνομαι , γίνομαι , γίνομαι,
ολάκερη ζωή μορφές αλλάζω,
χιλιάδες ρόλους υποκρίνομαι,
φανταστικός Πρωτέας που διστάζω
σαν άνθρωπος προς άνθρωπο να’ρθω να σου μιλήσω
και με τα λόγια της καρδιάς
ψυχή και σώμα δίνοντας αγάπη να ζητήσω
προτού τα βέλη της φωτιάς
με κατακάψουν σύγκορμο σαν το κερί που λιώνει
δίχως κι ο Μέρλιν έπειτα το Χάρο να σκοτώνει...

Επιθυμίες...


Θα ήθελα
να κάνω τα φύλλα να σταθούν στο φθινοπωρινό το δέντρο ,
να πλημμυρίσουν στάλες της βροχής τη διψασμένη μου καρδιά ,
οι νύφες τ’ ουρανού κάθε Χριστούγεννα
να περιμένουν το γαμπρό στ’ ανθρώπινα κατώφλια ,
ν’ ακούσω τους ήχους των χρωμάτων
και να συνθέσω ένα ουράνιο τόξο ,
να αισθανθώ το άρωμα της κάθε νότας χωριστά ,
να χαιρετίσω το είδωλό μου στον καθρέπτη ,
να ξυπνήσω ένα πρωί δίχως να φύγει τ’ όνειρο ,
να φιλήσω το μέτωπο των προγόνων μου
μέσα από τ’ αρχαία κείμενα ,
να παγώσω μ’ ένα φύσημα των ρολογιών τους δείχτες ,
να γίνω ένα με το φως στο σύμπαν βυθισμένος ,
να αισθανθώ τη γήινη ανάσα στο δαχτυλίδι της φωτιάς ,
να μείνουν πάντα πλάι μου εκείνοι που αγάπησα
έστω και σαν φαντάσματα με ρίζες σ’ άλλους κόσμους ,
ν’ αγγίξω τη σκιά μου
κι έπειτα να κόψω τα δεσμά που μας ενώνουν ,
να γεμίσω τα πνευμόνια μου νερό
και να χαθώ μαζί με τα δελφίνια ,
ν’ αψηφήσω τη βαρύτητα
και να πετάξω μακριά παρέα με τα χελιδόνια ,
στα σύνορα θανάτου και ζωής το διαβατήριο να χάσω ,
να βρω ένα δρόμο στη ζωή και να τον περπατήσω
κι αν την Ιθάκη μου δε βρω θ’ αρκεί που πήγα κάπου ,
να βρω νερό στην έρημο κι αγάπη στην ψυχή μου ,
να συναντήσω την άγνωστη αγαπημένη που ίσως κάπου
να μ’ αποζητά
και που , ποιος να ξέρει αλήθεια , 
ίσως κάποτε κι εκείνη με τους στίχους να μου πει το δικό της σ’ αγαπώ...

ΥΓ Η άγνωστη αγαπημένη έχει πλέον όνομα,
τι κι αν δεν γράφεις στίχους,
πώς να χωρέσεις σε λέξεις το χαμόγελο και τη ματιά σου;


Θα σε βρω...

Ξέρεις τι δεν θα μπορούσαμε ποτέ να κάνουμε εμείς οι δύο;
Να παίξουμε κρυφτό,
μη γελάς,
αλήθεια σου το λέω, δεν γίνεται...
Ακόμη κι αν μου έκλεινες τα μάτια
θα συνέχιζα να σε βλέπω με τα μάτια της ψυχής μου,
το φως της ομορφιάς σου θα έκαιγε
τα κλειστά μου βλέφαρα
κι εγώ θα σ' έβρισκα σαν νυχτοπεταλούδα,
θ' άκουγα το χτυποκάρδι σου
να με καλεί σαν τη καμπάνα τον πιστό
να 'ρθω να προσκυνήσω άγγελέ μου,
η αγάπη σου κι η σκέψη σου θ' άφηναν παντού τα ίχνη τους
κι εγώ απλά θ' ακολουθούσα
το μονοπάτι που θα χάραζε η μυρωδιά σου,
μας δένει μια αόρατη κλωστή,
πώς να σε χάσω αγάπη μου,
πιο εύκολο το έχω να χάσω τον εαυτό μου,
τα βήματά μου έρχονται στο κατόπι σου,
τα χέρια μου σε νιώθουν μέσα στο σκοτάδι,
ακούω τη φωνή σου να με καλεί στα όνειρά μου
και να μου λέει τα μυστικά σου,
δεν μπορείς να κρυφτείς αγάπη μου,
όπως δεν μπορώ να σου κρυφτώ κι εγώ,
πάντα θα βρίσκει ο ένας τον άλλο
σαν δυο μισά που δεν μπορούν παρά να γίνουν ένα,
πώς να κρυφτεί ο ουρανός απ' το φεγγάρι
κι η γη από τον ήλιο,
δεν γίνεται σου λέω,
όπου κι αν κρυφτείς θα σε βρω,
όπου κι αν είσαι θα σε νιώσω,
θα σε βρω,
θα πάρω ανάσα απ' την ανάσα σου
και θα συνεχίσω να ζω...


Το δώρο μου για σένα...

Ξύπνησα ένα πρωινό κι ανακάλυψα
ότι δεν είχα πια καρδιά,
κοίταξα το στήθος μου με αγωνία
αλλά δεν βρήκα την πληγή,
δεν είχε χυθεί ούτε σταγόνα αίμα.
Κι όμως ήταν ξεκάθαρο,
όσο κι αν έψαξα να βρω το γνώριμό της χτύπο,
δεν άκουσα παρά μονάχα τη σιωπή της απουσίας.
Τι είχε συμβεί;
Είχα λοιπόν πεθάνει στον ύπνο μου;
Όχι βέβαια,
το σώμα μου ήταν ζεστό
κι ένιωθα τα πάντα γύρω μου.
Έκλεισα τα μάτια, πήρα μια βαθιά ανάσα
κι άφησα τη σκέψη μου να ταξιδέψει,
τι είχε συμβεί το προηγούμενο βράδυ;
Στην αρχή δεν έγινε τίποτα,
τα πάντα ήταν θολά,
ήταν μια μέρα σαν όλες τις άλλες,
από αυτές που μένουν στη μνήμη μόνο για λίγο
κι έπειτα χάνονται σαν να μην υπήρξαν ποτέ,
σαν φύλλα φθινοπωρινά στο φύσημα του ανέμου.
Μα ύστερα θυμήθηκα,
όχι κάτι ιδιαίτερο, όχι ακριβώς μια ανάμνηση,
περισσότερο μια αίσθηση
πως κάτι ξεχωριστό συνέβη χθες, αλλά τι;
Δεν είναι περίεργο πώς λειτουργεί το μυαλό του ανθρώπου;
Μοιάζει με ουρανό πριν από την καταιγίδα,
τα πάντα είναι ήσυχα σαν να κοιμούνται,
λίγα σύννεφα εδώ κι εκεί κι αυτό είναι όλο,
δεν αξίζει να τους δώσεις σημασία
μα ξαφνικά και πριν καλά καλά το καταλάβεις
κεραυνοί και αστραπές ανατινάζουν τον ορίζοντα
κι εσύ τρέχεις να κρυφτείς,
μια μόνο σταγόνα κι αρχίζει η βροχή,
κάπως έτσι θυμήθηκα κι εγώ.
Η δική μου η σταγόνα ήταν μια μυρωδιά,
απίστευτο δεν είναι;
Δεν τη μύρισα στην αρχή
ή κι αν τη μύρισα δεν την πρόσεξα,
μα τώρα κατέκλυσε όλο μου το είναι,
πότισε μέχρι και το τελευταίο μου κύτταρο.
Αυτό που θυμήθηκα ήταν ότι έπεσα για ύπνο
και είδα το πιο όμορφο όνειρο που είχα δει ποτέ,
είδα τους ουρανούς ν' ανοίγουν
και να ξεχύνεται από μέσα τους ένα θεσπέσιο φως,
ένα φως σαν να ενωθήκανε όλα τ' αστέρια του ουρανού
κι αυτό το φως ερχόταν προς εμένα,
μπορούσα σχεδόν να το αγγίξω
μα φυσικά δεν τόλμησα κι έκανα να κλείσω τα μάτια από δέος
μα λίγο πριν πρόλαβα κι είδα το φως να παίρνει μορφή
και να ξαπλώνει δίπλα μου.
Έμεινα για λίγο με τα βλέφαρα κλειστά
μα τι περίεργο,
ακόμη κι έτσι ένιωθα το φως στο πλάι μου να με ζεσταίνει,
όλο μου το κορμί έκαιγε σαν να είχα πυρετό
μα πιο πολύ φλεγόταν η καρδιά στο στήθος μου,
άραγε να την έκαψε αυτή η φωτιά;
Αλλά τι λέω; Ένα όνειρο ήταν,
δεν μπορείς να πάθεις κακό σε ένα όνειρο
ή μήπως όχι;
Κάποια στιγμή βρήκα το θάρρος κι άνοιξα τα μάτια,
γύρισα στο πλάι και κοίταξα
κι αυτό που είδα ήταν ένας άγγελος με ολόχρυσες φτερούγες,
δυο μάτια να καίνε σαν φωτιές
κι ένα χαμόγελο που θα μπορούσε να κάνει τον ήλιο να κρυφτεί από ντροπή
κι ο άγγελος αυτός ήσουν εσύ αγάπη μου,
ξαπλωμένη δίπλα μου,
ναι, τώρα ξεκαθάρισαν όλα μέσα μου,
δεν ήταν όνειρο,
τα σεντόνια έχουν ακόμη πάνω τους τη μυρωδιά σου,
χθες ήταν η πρώτη μας φορά που κάναμε έρωτα,
χθες ένας άγγελος άφησε τον Παράδεισο για χάρη μου
κι εγώ ένας άνθρωπος θνητός
δεν βρήκα τίποτε άλλο να του δώσω παρά την καρδιά μου...


Τρίτη 30 Αυγούστου 2011

Σκόρπιες σκέψεις μιας πληγωμένης καρδιάς...

Γνωρίζεις κάποια. Στην αρχή είσαι προσεκτικός, διστάζεις και είναι λογικό. Δεν την ξέρεις ακόμη, ίσως να μην τη μάθεις ποτέ. Κάτι μέσα σου ωστόσο σε ρωτάει όπως πάντα: λες να είναι αυτή; Κάνεις ότι δεν άκουσες ή υποκρίνεσαι ότι δεν έχεις ξανακάνει τον ίδιο διάλογο ξανά και ξανά. Ρωτάς δήθεν αδιάφορα κι ας ακούς τους χτύπους της καρδιάς σου που ανεβάζουνε στροφές: Ποια; Η απάντηση αναμενόμενη, την έχεις ξανακούσει. Ακόμη δεν θυμήθηκες; Ακόμη παίζεις το ίδιο παιχνίδι; Εκείνη που περίμενες μια ζωή, έρχεται η απάντηση. Ποτέ δεν σου άρεσε αυτή η απάντηση, ίσως γιατί πάντα τη συνόδευε η διάψευση, η απογοήτευση. Καλό είναι να μην πετάς ψηλά γιατί όταν έρθει η ώρα να πέσεις θα πονέσεις περισσότερο και όταν έχεις να κάνεις με τους ανθρώπους είναι πολύ πιθανό να πέσεις. Βλέπεις, οι άνθρωποι το έχουν αυτό, να σου κόβουν τα φτερά πάνω που τα χρειάζεσαι περισσότερο από κάθε άλλη φορά, να σου σβήνουν το χαμόγελο από το πρόσωπο κι απ' την ψυχή. Γιατί αλήθεια το κάνουν αυτό;

Όχι αυτή τη φορά, όχι πάλι. Δεν θ' αφήσεις κανένα να σου γκρεμίσει τα όνειρα, να σ' ανεβάσει ψηλά και ξαφνικά ν' ανοίξει τα χέρια του και να σε πετάξει στο κενό. Όχι, τώρα που ξέρεις δεν θα κάνεις τα ίδια λάθη. Και τότε έρχεται εκείνη κι όταν λες εκείνη βάλε όποιο όνομα θες στη θέση της αντωνυμίας, άλλωστε γι' αυτό υπάρχουν οι αντωνυμίες, για να κρύβουν ονόματα και να καλύπτουνε πληγές, για να μπορείς να μιλάς για εκείνη και να μην το ξέρει κι αν το δει να της πεις όχι, δεν εννοούσα εσένα, πώς θα μπορούσα; Εσύ όμως ξέρεις ποια εννοείς γιατί στην καρδιά δεν έχει χώρο για αντωνυμίες, μόνο για ονόματα, ονόματα που χαράζονται ανεξίτηλα στη μνήμη κι άντε μετά να τα σβήσεις...

Έρχεται λοιπόν εκείνη και μ' ένα χαμόγελο, ένα άγγιγμα, ένα βλέμμα, δυο-τρεις κουβέντες μπορεί τυχαίες μπορεί και όχι κάνει το πρώτο ρήγμα στην άμυνα που τόσο προσεκτικά είχες σχεδιάσει. Αυτό ήταν, όλα καταρρέουν, σαν ένα τεράστιο ντόμινο που με το πρώτο κομμάτι είναι καταδικασμένο στη συντριβή και την πτώση. Το μυαλό σου αρχίζει τα δικά του, τη σκέφτεται, τη θυμάται, την αναζητά, τη συνδέει με ένα σωρό σχετικές και άσχετες εμπειρίες και πολύ σύντομα ό,τι και να δεις, ν' ακούσεις και να σκεφτείς έχει σχέση μαζί της. Όλα στη θυμίζουν σαν μια τεράστια συνωμοσία που στήθηκε μόνο και μόνο για να σε τρελάνει, μια συνωμοσία που λέγεται έρωτας. Τη βλέπεις όταν είσαι ξύπνιος στα πρόσωπα των περαστικών και όταν δεν είσαι στα όνειρά σου. Νομίζεις ότι όλοι μιλάνε γι' αυτή κι ακούς παντού τον ήχο της φωνής της, τα βήματά της, το κινητό σου να χτυπάει στον ρυθμό που διάλεξες ειδικά γι' αυτή. Ξαφνικά, αυτή που δεν υπήρχε καν στη ζωή σου γίνεται η ζωή σου...

Κι εκείνη τι κάνει γι' αυτό; Σου λέει ότι έχεις κάνει λάθος; Σε ξυπνάει απ' το όνειρο πριν να είναι αργά; Όχι βέβαια. Σε ρίχνει ακόμη πιο βαθιά στο πηγάδι, σου λέει λόγια που δεν μπορεί να ερμήνευσες στραβά, ότι θα είναι αιώνια δική σου, ότι θα είναι για πάντα εκεί, πόσο σε χρειάζεται, της είσαι απαραίτητος, σε σκέφτεται συνέχεια και άλλα τέτοια που σε σπρώχνουν όλο και πιο βαθιά κι άντε μετά να ξεκολλήσεις...

Τότε το παίρνεις απόφαση. Είσαι ερωτευμένος, βρήκες τον έρωτα της ζωής σου, οπότε ποιος ο λόγος πια να φυλάγεσαι. Στα κομμάτια οι φόβοι, οι ανασφάλειες κι οι πικρές εμπειρίες του παρελθόντος. Βάζεις τα καλά στην ψυχή και την καρδιά σου, αυτά που είχες φυλάξει από την προηγούμενη φορά και στα είχαν τσαλακώσει μαζί με τα αισθήματά σου - είναι πάλι καλά ευτυχώς, το καθαριστήριο του χρόνου έκανε ακόμη μια φορά το θαύμα του, αλλά ως πότε; Κάποια φορά το ξέρεις πως δεν θα μπορέσεις να τα ξαναβάλεις, αλλά ελπίζεις να μη φτάσεις ως εκεί - και δίνεσαι με όλες σου τις δυνάμεις...

Για λίγο ζεις το όνειρο, ανταποκρίνεται, νιώθει πράγματα για σένα, δεν το έκρυψε ποτέ, κάθε άλλο μάλιστα. Κι εσύ θες να την κάνεις να γελάει συνέχεια, πόσο το λατρεύεις αυτό το γέλιο, ποια μουσική θα μπορούσε να το φτάσει, θες να την ακούς συνέχεια κι ας μη σου λέει τίποτα παρά ασυναρτησίες, δεν έχει σημασία τι λέει, θες απλά να την ακούς, τον ήχο της φωνής της, την ανάσα της, να σε ξυπνάει μέσα στη μαύρη νύχτα απλά για να σου πει καληνύχτα κι ας κοιμόσουν ήδη, τι σημασία έχει; Τι πιο ωραίο από το να ξυπνάς και ν' ακούς εκείνη που έβλεπες και στ΄ονειρό σου;

Και τότε έρχεται ένα ξύπνημα διαφορετικό, αυτό της πραγματικότητας. Ξαφνικά, αρχίζει ν' απομακρύνεται, ν' αλλάζει τη σημασία των λέξεων που σου έλεγε, να παίρνει πίσω λόγια που σου είχε πει, να γίνεται μια άλλη κι όχι εκείνη που ερωτεύτηκες κι εσύ δεν το πιστεύεις, δεν θες να το πιστέψεις κι έτσι βρίσκεσαι ξανά πρωταγωνιστής στο ίδιο θέατρο του παραλόγου, να προσπαθείς να κερδίσεις μια μάχη που είναι ήδη χαμένη. Κάνεις υποχωρήσεις, συγχωρείς, ρίχνεις τον εγωισμό σου, επιστρατεύεις όλο σου το οπλοστάσιο μόνο και μόνο για να τη δεις να φεύγει ακόμη πιο γρήγορα. Τι άλλο πια να κάνεις; Πόσες φορές να πεθάνεις για χάρη της; Μόνο μία μπορείς και θα το έκανες αν στο ζητούσε. Της το λες κι εκείνη απλά καμαρώνει, δεν νιώθει ούτε το ελάχιστο από αυτό που της είπες, το δέχεται τόσο επιδερμικά που αναρωτιέσαι πώς μπόρεσες και την αγάπησες, πώς έδωσες την ψυχή σου σ' ένα πλάσμα που όσα ένιωσες γι' αυτή τα κατηγοριοποιεί στην ίδια θέση με το πιο γελοίο πέσιμο ή καμάκι που της έχουν κάνει άτομα που ίσως γνώρισε πριν λίγες ώρες και που το μόνο που είδαν σε αυτή ήταν το κορμί της και τίποτα άλλο...

Το βλέπεις πια, αγάπησες κάποια που δεν υπήρξε, κάποια που έπλασες εσύ στα όνειρά σου και τώρα πια μπορείς ν΄απαντήσεις γι' άλλη μια φορά: Όχι, δεν είναι αυτή εκείνη που περίμενες, ποτέ δεν ήταν. Και τότε φεύγεις, απομακρύνεσαι, δεν αντέχεις πια όλα εκείνα για τα οποία μέχρι χτες ζούσες, παύεις να τη βλέπεις παντού, τώρα δεν τη βλέπεις πουθενά, εκτός ίσως από τα όνειρά σου. Εκεί τα πράγματα είναι εκτός ελέγχου, δεν μπορείς να σκοτώσεις την ανάμνησή της, μπορείς να την ξεχνάς όσο είσαι ξύπνιος, αλλά μόλις σβήσουν τα φώτα του μυαλού εκείνη επιστρέφει. Τι κι αν δεν υπήρξε ποτέ; Τι κι αν ήταν όλα ένα ψέμα; Τι κι αν προσπαθείς να τη μισήσεις; Εκείνη επιστρέφει, έχει τον τρόπο πάντα να επιστρέφει και να σε πονάει, να σου θυμίζει πόσο ωραία ήταν όταν έστω και για λίγο έστω και ψεύτικα ένιωσες το μαγικό άγγιγμα του έρωτα...

Και τότε έρχεται η επόμενη ερώτηση: Τι θα κάνεις την επόμενη φορά; Θ' αφήσεις πάλι την καρδιά σου να σε οδηγήσει ή θα την εμποδίσεις; Νομίζω, δεν χρειάζεται απάντηση σε αυτό...

Το άλμπατρος...

Άλλη μια σελίδα από το ημερολόγιό μου όπως θα ήταν αν δεν σε είχα γνωρίσει...

Χαϊδεύω τις πληγές μου, περίεργο δεν είναι; Είναι φορές που νιώθω σαν να γεννήθηκα για να πονώ, πώς έχω πια τόσο εθιστεί στον πόνο που τον έχω ανάγκη, έχει γίνει δεύτερη φύση μου, κομμάτι της ζωής μου, αν όχι όλη η ζωή μου. Είναι φορές που πιάνω τον εαυτό μου να εύχεται κρυφά για μια καινούργια συμφορά, να ηδονίζεται στη σκέψη της απώλειας και της απογοήτευσης, να ψάχνει νέες δικαιολογίες αυτολύπησης σαν να έλκεται από την απομόνωση και την απελπισία, να μην αντέχει πια το φως, να σέρνεται μέσα στα σκοτάδια σαν τρωγλοδύτης, να κρύβεται σε αυτοσχέδιες φυλακές μακριά απ' όλους και τα πάντα...

Να ήμουν περιστέρι θα πέταγα ψηλά, Ήλιε μου, να σε φτάσω, να καώ. Μου λείπουν όμως τα φτερά και ίσως το κουράγιο. Ο ήλιος με κοιτάει σαν να μου χαμογελάει. Το ξέρει και το ξέρω. Αν λύγισα στη θύελλα, θα 'ρθει και πάλι ο καιρός μου. Οι ρίζες μένουν σταθερές, τα δάκρυα ποτίσανε το χώμα. Νέοι βλαστοί θ' αναζητήσουνε το φως και με την πίκρα στήριγμα θα υψωθώ και πάλι. Είναι όμως νωρίς ακόμη. Ο σπόρος που πεθαίνει μες στη γη θ' αργήσει να φυτρώσει. Πριν γεννηθεί ο νέος μου εαυτός πρέπει να πεθάνει ο παλιός, να σβήσει, να χαθεί σαν σύννεφο μετά την καταιγίδα, να γίνει δάκρυ και καημός και να ποτίσει...

Δεν θα 'ναι ένας εύκολος θάνατος, ποτέ ο θάνατος δεν είναι εύκολος. Το χτες όσο κι αν με πονάει θέλει να ζήσει, έχει γαντζωθεί επάνω μου και προσπαθεί να με κρατήσει αιχμάλωτο, ανοίγω πόρτες και τις κλείνει, σβήνω σημάδια και μου αφήνει άλλα, μπαίνει στις φλέβες μου, γεμίζει κάθε σημείο του κορμιού μου, μιλάει, φωνάζει, σχεδόν ουρλιάζει πια για ν' ακουστεί, έχει γεμίσει το μυαλό μου με εικόνες, σκηνοθετεί κι εγώ κομπάρσος στο έργο της ζωής μου υποκρίνομαι, παίζω ρόλους, θυμάμαι, ξαναζώ και ονειρεύομαι...

Το τέλος όμως έχει ήδη ξεκινήσει. Οι χτύποι της καρδιάς σταμάτησαν χαμένοι μες στο χιόνι και το κρύο, ζεστό μονάχα πια κυλά το αίμα των πληγών μου. Το βέλος που μου κάρφωσες του Έρωτα δεν ήταν, το μήλο στο κεφάλι μου στέκεται λαβωμένο και στης ψυχής την θάλασσα βουλιάζουνε τα πλοία, έγιναν μαύρα τα νερά και έσβησαν οι φάροι. Ο άνεμος σχίζει τα πανιά, τρίζει το γέρικο σκαρί, το ξέρω, δεν θ' αντέξει, έπρεπε να 'χαμε πνιγεί απ' την αρχή του ταξιδιού κι όμως τραβάμε ακόμα. Κανείς δεν ψάχνει για ξηρά, λιμάνια δεν υπάρχουν, κανένας δεν προσεύχεται, κανένας δεν ελπίζει, στο βλέμμα ο ένας του αλλουνού βλέπει την καταδίκη...

Ένα μονάχα άλμπατρος στις παγωμένες παρυφές φωλιάζει της καρδιάς μου, μέρα και νύχτα τριγυρνά και παίζει με το κύμα, τη μια βουτάει χαμηλά και χάνεται, την άλλη υψώνεται ξανά ψηλά και πάει... Κι εγώ πιασμένος στο μεσιανό κατάρτι κάθομαι και το κοιτάω, μ' έχει στοιχειώσει η παρουσία του, νιώθω σαν γέρος ναυτικός που παζαρεύει την ψυχή του, τα καστανόλευκα φτερά του με τρομάζουν, δεν έχει έρθει τυχαία αυτό το πλάσμα εδώ, κάτι γυρεύει και νομίζω ξέρω τι, περιμένει τη στιγμή που θ' αποκοιμηθώ για να ορμήσει στα όνειρά μου, δεν πρέπει να το αφήσω, το μόνο που μου έχει μείνει πια είναι να ονειρεύομαι, αν χάσω κι αυτό θα είμαι πιο άδειος κι από σπασμένο τσόφλι, χωρίς ζωή, δίχως ελπίδα...

Καρδιά μου...

Καρδιά μου, σε είχα προειδοποιήσει μα δεν με άκουσες. Πόσες φορές πρέπει να διαβείς το ίδιο μονοπάτι μέχρι να καταλάβεις ότι καταλήγει σε αδιέξοδο; Δεν έμαθες ακόμη τη διαδρομή; Θα 'πρεπε πια να ξέρεις απ' έξω κάθε της στροφή, κάθε μικρή ή μεγάλη ανηφοριά που λίγο λίγο σε οδηγεί και πάλι στο γνωστό σου χώρο μαρτυρίου. Έχεις ποτίσει κάθε πέτρα και κάθε της ξερόχορτο με το αγνό σου αίμα κι όμως επιμένεις να κλείνεις τα μάτια, ν' αγνοείς κάθε σημάδι και σαν υπνωτισμένη προχωράς να σταυρωθείς ξανά...

Ακόμη και την ύστατη στιγμή που σου καρφώνουν τα καρφιά της άρνησης και της αχαριστίας εσύ επιμένεις να συγχωρείς, βρίσκεις δικαιολογίες κι ο μόνος που κατηγορείς είναι ο εαυτός σου. Γιατί το κάνεις αυτό; Δεν με λυπάσαι; Πώς μπορείς να συγχωρείς τους πάντες εκτός από εμένα; Ξεχνάς ότι ο πόνος σου είναι και δικός μου; Δεν βλέπεις τις πληγές στο σώμα μου και στην ψυχή μου; Στέγνωσε το στόμα μου καθώς φωνάζω σ' αγαπώ κι απάντηση καμία, τα απλωμένα χέρια μου βρίσκουνε μόνο αγκάθια, χειρότερη κι από μαστίγιο πέφτει επάνω μου η απόρριψη, χάδι κανένα και μάτια δίχως δάκρυα ψάχνουνε στήριγμα και βρίσκουν μόνο περιφρόνηση...

Κι εσύ τι κάνεις; Αγαπάς ακόμη πιο πολύ, αμετανόητα ρομαντική γυρεύεις την αληθινή αγάπη, της γράφεις στίχους και τραγούδια, κοιμάσαι κι ονειρεύεσαι κι όταν ξυπνάς παίρνεις σφεντόνα και κυνηγάς τα όνειρά σου σαν μικρό παιδί, ξεχνάς ότι τα όνειρα δεν παγιδεύονται, ακόμη χειρότερα ξεχνάς ότι τα όνειρα ζούνε μονάχα για ένα βράδυ, εφήμερες δροσοσταλίδες στο πέπλο της ψυχής που με το πρώτο άγγιγμα της ανατολής πεθαίνουνε και σβήνουνε αφήνοντας την ψυχή μας διψασμένη και στεγνή...

Δεν σ' ενοχλεί ο θάνατος. Ποτέ δεν σ' ενοχλούσε. Πιστεύεις πως η αγάπη μπορεί να τον νικήσει και να σε κάνει αθάνατη, να σου επιστρέψει το χαμένο απ' την αρχή του χρόνου κλειδί του Παραδείσου. Πόσο γελιέσαι! Πιάστηκες στον ιστό της αυταπάτης σου και ξέχασες το ίδιο σου το ψέμα. Μα δεν το βλέπεις; Η αγάπη είναι θάνατος, ο πιο γλυκός κι ο πιο σκληρός ταυτόχρονα κι είναι ένας θάνατος που δεν μπορείς μα μήτε θες και να ξεφύγεις. Σε κατατρώει λίγο λίγο σαν το σαράκι κι ούτε που αντιστέκεσαι. Το αντίθετο μάλιστα...

Απλώνεις τα χέρια και βουτάς στο κενό γιατί στην αγάπη δεν ρωτάς, δεν περιμένεις, απλά δίνεις κι εμπιστεύεσαι. Τι κι αν κάθε φορά το μόνο που παίρνεις πίσω είναι θάνατος; Πεθαίνεις κι επιστρέφεις πρόθυμη για νέες θυσίες πάντα στον ίδιο άσκοπο αγώνα και μαζί σου πεθαίνω κι εγώ και κάθε φορά ο θάνατος πονάει ακόμα πιο πολύ γιατί προστίθεται στους προηγούμενους και ήδη το φορτίο είναι βαρύ. Δεν το αντέχω άλλο αυτό. Πόσες φορές πια να πεθάνει κανείς για την αγάπη; Δεν έχω άλλες ζωές να δώσω, κουράστηκα, κλείνω τα μάτια και βλέπω μόνο πόνο, δεν ονειρεύομαι πια, στέγνωσε η ψυχή και χάθηκαν τα δάκρυα.

Καρδιά μου, σε είχα προειδοποιήσει μα δεν με άκουσες. Τώρα είναι αργά και το ξέρουμε κι οι δυο μας. Αυτός ο θάνατος θα είναι ο τελευταίος κι ετούτη τη φορά δεν θα υπάρξει ανασταση για κανένα μας. Μετράω τους χτύπους σου σαν ξεκούρδιστο ρολόι και ξέρω πως σε λίγο θα πάψεις να χτυπάς κι αυτή η σιωπή θα είναι ακόμη πιο εκκωφαντική, γιατί θα είναι η σιωπή της μοναξιάς και του θανάτου...

ΥΓ Πόσο χαίρομαι τελικά που η καρδιά μου δεν με άκουσε και σ' έφερε στο δρόμο μου...


Πεθαίνω για σένα...

Κοιτάζω το ρολόι και μετρώ τα δευτερόλεπτα που είμαι μακριά σου. 1,2,3... Πώς μπορεί κανείς να μετρήσει την αιωνιότητα; Πόσες σκέψεις να χωρέσω σ' ένα κείμενο; Πόσα συναισθήματα σε μια καρδιά; Όταν αγαπάς αλλάζουν τα μεγέθη. Η απόσταση δεν μετριέται πια σε χιλιόμετρα ούτε ο χρόνος σε λεπτά. Μου λείπεις...
Από τότε που σε γνώρισα νιώθω μισός, είμαι μισός. Ένα κομμάτι του εαυτού μου χάθηκε για πάντα και φταις εσύ γι' αυτό. Δεν σε κατηγορώ. Πώς θα μπορούσα; Είσαι η θεά μου κι εγώ ταπεινός πιστός πρόθυμος να σε λατρέψω, να σε υπηρετήσω, να σου προσφέρω την ίδια τη ζωή μου θυσία στο ναό σου...
Αν ήσουνα φωτιά, θα σ' αγκάλιαζα κι ας μ' έκαιγες, αρκεί να ένιωθα για μια στιγμή - πόση αξία αλήθεια θα 'χε εκείνη η στιγμή - τα χέρια μου στο σώμα σου. Αν ήσουν δηλητήριο, θα σ' έπινα κι ας πέθαινα, αρκεί που λίγο πριν το τέλος θ' ακούμπαγες τα χείλη μου σ' ένα στερνό φιλί...
Τίποτα πια δεν έχει νόημα αφού δεν είσαι εσύ εδώ. Νιώθω σαν άγγελος που μόλις τον εξόρισαν απ' τον Παράδεισο και βρέθηκα στη γη γυμνός και μόνος. Το κορμί μου πονάει, κρυώνει, δεν ξέρω κανένα εδώ κάτω, δεν με νοιάζει κανένας τους και τα σημάδια απ' τις σπασμένες μου φτερούγες θα μείνουνε για πάντα να μου θυμίζουνε πως κάποτε είχα τα πάντα - έτσι τουλάχιστον νόμιζα - μέχρι που ήρθες εσύ και είδα ότι χωρίς εσένα Παράδεισος και Κόλαση δεν διαφέρουν τόσο...Μου λείπεις...
Νιώθω να πνίγομαι, βυθίζομαι όλο και πιο πολύ μες στην απόγνωση, ο αέρας μου τελειώνει, ασφυκτιώ, αλλά το βλέμμα μου μόνιμα καρφωμένο στην επιφάνεια σε γυρεύει, περιμένει να με σώσεις, ν' απλώσεις το χέρι σου να με τραβήξεις και να μου δώσεις το φιλί της ζωής. Ακόμη περιμένω κι ας ξέρω πια πως δεν θα έρθεις, είναι αργά πια, το ξέρω, δεν με φτάνεις, είμαι τόσο χαμηλά που κανείς δεν με φτάνει μα δεν με νοιάζει, το μόνο που θέλω πια είναι απλά να με κοιτάξεις, να μου ρίξεις έστω μια ματιά καθώς θα πνίγομαι για χάρη σου.Το μόνο που ζητάω είναι λίγο πριν πεθάνω να έχω την εικόνα σου στα μάτια μου, σε παρακαλώ, θέλω το τελευταίο που θα δω από αυτό τον κόσμο να είναι η μορφή σου, τα μάτια σου και το χαμόγελό σου. Θέλω όταν θα πάω στον άλλο κόσμο να κάνω τους αγγέλους να ζηλέψουν, να τους πω ότι σε είδα, πως υπήρξες, ένας άγγελος πάνω στη γη που έκαψε την καρδιά μου.
Πεθαίνω... Αλλά μη μου στενοχωριέσαι, δεν θέλω να δακρύσεις για μένα, πάντα στο έλεγα αυτό, θυμάσαι; Είναι τα δάκρυά σου πολύτιμα σαν μαργαριτάρια, μην τα ξοδεύεις άσκοπα. Όχι, δεν το αξίζω, αφού δεν κατάφερα να σε κάνω να μ' αγαπήσεις δεν το αξίζω. Λυπάμαι που απέτυχα, όχι για μένα, όταν αγαπάς ξεχνάς τον εαυτό σου, για σένα μόνο με νοιάζει που αν με είχες αγαπήσει θα σου πρόσφερα ολόκληρο τον κόσμο. Δεν σε κατηγορώ. Εγώ φταίω που δεν κατάφερα να σε πείσω, η ζωή μου δεν έχει πια κανένα νόημα. Εξάλλου κράτησε τόσο λίγο...
Γεννήθηκα όταν σε γνώρισα... Πέθανα όταν κατάλαβα πως δεν μ' αγαπάς... Έζησα μόνο όσο κράτησε ένα όνειρο... Πόσο κρατάει αλήθεια ένα όνειρο; Μερικά δευτερόλεπτα; Μια ολάκερη ζωή; Τι σημασία έχει; Όταν αγαπάς αλλάζουν τα μεγέθη. Κι εγώ σ' αγάπησα πολύ κι αυτή η αγάπη με σκοτώνει. Προσπάθησα να την σκοτώσω πρώτος, δεν το κρύβω. Αλλά ήταν πιο δυνατή από μένα, ήμουν καταδικασμένος απ' την αρχή...

ΥΓ Το κείμενο αυτό το έγραψα πριν έρθεις στη ζωή μου και μ' αναστήσεις με την αγάπη σου...


Μια σελίδα ημερολογίου από ένα εναλλακτικό σύμπαν...

Προσπάθησα να φανταστώ τη ζωή μου χωρίς εσένα,
χωρίς την αγάπη σου, το χαμόγελό σου
και το αποτέλεσμα ήταν η δημιουργία ενός
εφιαλτικού κόσμου δίχως αύριο.
Φαντάσου το κείμενο που ακολουθεί
σαν μια σελίδα σχισμένη από το ημερολόγιό μου
σε ένα εναλλακτικό σύμπαν όπου εσύ δεν υπάρχεις,
δεν σ' έχω γνωρίσει και δεν έχουμε αγαπηθεί...

Ένας γκρίζος ήλιος ανέτειλε σ' έναν μαύρο ουρανό
στέλνοντας το χλωμό του φως
σ' έναν κόσμο χαμένο στο ημίφως,
σαν μεθυσμένος που μάταια προσπαθεί
να βρει τον βηματισμό του...
Η πόλη έρημη
αν και ασφυκτικά γεμάτη από ανθρώπους
ξυπνάει σιγά σιγά απ' τον λήθαργό της
μόνο και μόνο για να διαπιστώσει πως είναι παγιδευμένη
σ' έναν εφιάλτη χωρίς τέλος...
Κάπου σε μια απόμερη γωνιά αυτής της αδιάφορης πόλης
ξυπνώ κι εγώ,
ανοίγω τα μάτια μου διστακτικά,
ποιος ξέρει τι θ' αντικρίσω πάλι,
κάθε μέρα είναι χειρότερη από την προηγούμενη
παρόλο που όλες είναι μια ατέλειωτη, κενή επανάληψη,
αλήθεια, πώς γίνεται αυτό,
περίεργο δεν είναι;
Μένω για λίγο στο κρεβάτι
σαν ναυαγός που πιάνεται απελπισμένα
από μια σανίδα μέσα στο αχανές γαλάζιο,
δεν θυμάμαι τι όνειρα με ταλαιπώρησαν τη νύχτα,
αλλά σίγουρα δεν θα ήταν χειρ΄τοερα από τη ζωή μου,
πώς θα μπορούσε να ξεπεράσει ο,τιδήποτε
αυτό το γοτθικό παραλήρημα άρρωστου νου που ζω καθημερινά;
Κάποια στιγμή το παίρνω απόφαση,
τινάζω τα σκεπάσματα σαν ρίψασπις στο πεδίο της μάχης,
κάθε πρωί η ίδια ανόητη τελετουργία
σαν τυπικό λατρείας για μια ξεχασμένη θεότητα,
χωρίς νόημα, χωρίς ελπίδα,
πότε αλήθεια θα το αποδεχτώ,
πότε θα πάψω να κουνάω απεγνωσμένα
τα πιασμένα στον ιστό μέλη μου
και θ' απολαύσω ακίνητος το θέαμα του τέλους μου;
Παίρνω πρωινό, μη με ρωτήσετε τι,
οι κινήσεις μου είναι μηχανικές και το μυαλό μου ταξιδεύει,
δεν βλέπω τι τρώω ή τι πίνω, ούτε καν τα γεύομαι,
κάποτε είχαν όλα απαίσια γεύση,
τώρα δεν έχουν καν γεύση κι αυτό είναι μάλλον χειρότερο,
φαίνεται πως σιγά σιγά χάνω και τα τελευταία ίχνη των αισθήσεών μου,
μετατρέπομαι σε μηχανή που ξυπνά, καταναλώνει, παράγει και κοιμάται
και φυσικά δεν νιώθει,
αυτό ίσως είναι και το καλό του να είσαι μηχανή...
Βγαίνω έξω, ένας ακόμη αριθμός στο τεράστιο πλήθος
που μετακινείται πέρα δώθε σαν σμήνος εντόμων
παγιδευμένο σε μια τεράστια κυψέλη,
φήμες λένε πως την έφτιαξαν οι πρόγονοί μας μα δεν το πιστεύω,
αυτό το έκτρωμαδεν μπορεί να έγινε από ανθρώπινα χέρια,
αυτή η πόλη είναι μια φυλακή,
δεσμώτες και κρατούμενοι έχουν την ίδια μοίρα,
μάτια κενά, πρόσωπα χλωμά και χείλη παγωμένα,
είμαστε νεκροί μα δεν το ξέρουμε,
κανείς δεν μας το είπε
κι έτσι συνεχίζουμε να κάνουμε πως ζούμε...
Πηγαίνω στη δουλειά και βάζω καθημερινά
το δικό μου λιθαράκι στο τείχος που μας περιβάλλει,
μέρος ενός συνόλου που με αγνοεί και το μισώ
μα τι θα ήταν ο κρίκος χωρίς την αλυσίδα ή το αντίθετο,
έχουμε ανάγκη ο ένας τον άλλο
κι έτσι αυτή η φαρσοκωμωδία που λέγεται ζωή συνεχίζεται,
θέτω στόχους ν' ανέβω ψηλά και το καταφέρνω
μόνο και μόνο για να διαπιστώσω πως γίνομαι ολοένα και πιο μικρός,
τι φταίει άραγε;
Δεν τον αντέχω άλλο αυτόν τον κόσμο,
θέλω να διασκεδάσω, να ξεχάσω, να πάψω να σκέφτομαι,
να γίνω ένα με το τίποτα
κι είναι φορές που σχεδόν το καταφέρνω
μα λίγο πριν το χαμόγελο της άγνοιας ανθίσει στο πρόσωπό μου
σαν πέτρα πέφτει μια σκέψη στην άδεια λίμνη του μυαλού μου
και στέλνει προς κάθε κατεύθυνση κύματα απόγνωσης.
Ποιο καταραμένο χέρι ρίχνει κάθε φορά αυτή την πέτρα
και με γυρνάει πίσω;
Έρχεται το βράδυ κι επιστρέφω σπίτι
μα τώρα φοβάμαι να πλησιάσω το κρεβάτι,
ξέρω πως αν το κάνω, αν κοιμηθώ,
τότε όλα θ' αρχίσουν πάλι απ' την αρχή, ξανά και ξανά,
ένα αδιάκοπο ταξίδι στη χώρα του πουθενά,
πόσα βράδια έμεινα ξάγρυπνος μήπως και σπάσω αυτή την κατάρα,
μήπως λύσω τα μάγια που μ' έριξαν σε τούτη τη ζωή,
αλλά μάταια,
η ζωή μου είναι ήδη γραμμένη ό,τι κι αν κάνω,
δεν είμαι παρά μια κουκίδα στο βιβλίο της ζωής
κι αν το θελήσει ο συγγραφέας
- είναι άραγε αυτός που κάποιοι αποκαλούν Θεό; -
θα με σβήσει με μια μονοκοντυλιά.
Σβήσε με λοιπόν, με ακούς;
Σβήσε με,
γιατί αυτό που εσύ το λες ζωή
εγώ το λέω θάνατο...

Ο λάθος άνθρωπος...

Η αγάπη είναι δύσκολη...
Αγάπη σημαίνει να παίρνεις την ανηφόρα
όταν όλοι διαλέγουν τον εύκολο δρόμο,
ν' ακούς την καρδιά σου και κανέναν άλλο,
να κλείνεις τ' αυτιά στη λογική
και στις συμβουλές των άλλων,
να βλέπεις τη φωτιά και να προχωράς,
να λες δεν θα καώ
κι ούτε κι εσύ ο ίδιος να μην ξέρεις
αν έχεις δίκιο ή άδικο,
δεν έχει εξάλλου σημασία,
όταν αγαπάς δεν υπάρχει σωστό ή λάθος,
υπάρχει απλά μια φωνή μέσα σου που σε καθοδηγεί,
άραγε είναι η δική σου η φωνή,
η δική μου,
υπάρχει στ' αλήθεια αυτή η φωνή
ή είναι γέννημα της φαντασίας σου;
Δεν θες να μάθεις,
θες απλά να την εμπιστευτείς
γιατί πρέπει ν' ακούσεις κάποιον,
όχι τους άλλους,
γιατί εκείνοι δεν ξέρουν τι νιώθεις
ούτε καν εσένα
γιατί ούτε ο εαυτός σου μπορεί να σε συμβουλέψει
κι έτσι το μόνο που σου μένει είναι αυτή η φωνή
που την ακούς εσύ μονάχα,
άραγε γεννιέται μέσα στο μυαλό σου
ή στην καρδιά σου;
Δεν ξέρεις,
το μόνο που ξέρεις
είναι ότι τα βράδια είναι πιο δυνατή,
ίσως φταίει η ησυχία,
ίσως πάλι η μοναξιά και το άδειο κρεβάτι,
ίσως όλα αυτά και τίποτα μαζί,
ίσως τα έχεις χάσει τελείως,
αλλά αυτό είναι καλό πράγμα,
έτσι δεν είναι;
Αν δεν τα είχες χάσει
δεν θα ήσουν ερωτευμένος,
όταν αγαπάς τρελαίνεσαι,
ο κόσμος αλλάζει γύρω σου
ή μήπως άλλαξες εσύ και βλέπεις με άλλα μάτια;
Κάποιοι θα έλεγαν ότι δεν βλέπεις καθόλου,
ο έρωτας εξάλλου είναι τυφλός
κι εσύ τυφλώθηκες κι αγάπησες τον λάθος άνθρωπο,
έτσι σου λένε τουλάχιστον
κι ίσως να έχουν και δίκιο
μα η ζωή δεν είναι δικαστήριο
κι όταν αγαπάς αλλάζουνε πολλά,
δεν είσαι εσύ ο τυφλός αλλά οι άλλοι,
θες να τους το φωνάξεις,
να βγεις και να τους δείξεις την αλήθεια
μα πώς να δείξεις κάτι σε τυφλούς,
δεν γίνεται κι έτσι σιωπάς,
με τον καιρό αδιαφορείς,
δεν είναι αυτοί που θες να πείσεις,
δεν τους χρειάζεσαι,
δυο άτομα αρκούν να ζήσεις στον Παράδεισο
κι οι άλλοι όλοι ας μείνουνε απ' έξω...


Χωρίς εσένα...

Είσαι νερό κι είμαι φωτιά,
είσαι φωτιά και είμαι χιόνι
κι ο έρωτάς σου μαχαιριά
που την καρδιά ματώνει.
Είμαι κύμα κι είσαι βράχος,
είσαι αγέρας κι είμαι σκόνη
κι όμως μια στιγμή μονάχος
κι η απουσία σου σκοτώνει.

Χωρίς εσένα μάτια μου
σπάνε της λογικής τα φρένα,
σκορπίζουν τα κομμάτια μου
στου κόσμου την αρένα,
για σένα τώρα μόνο ζω
και χώρια σου πεθαίνω,
σαν ταξιδιώτης σε σταθμό
που έχασε το τρένο.
Χωρίς εσένα θα μετρώ
την άδεια πια ζωή μου
καθώς θα φεύγει αδιάκοπα
στου χρόνου την κλεψύδρα
και μοναχός θα πορευθώ
τη στείρα διαδρομή μου
με μόνο μου παράπτωμα
πως τόλμησα και σ' είδα.

Είσαι η άμμος κι είμαι το νερό
που αχόρταγα με πίνεις,
σαν τον Ιούδα πάνω στο σταυρό
έρχεσαι και με στήνεις.
Είσαι φλόγα κι είμαι λάδι,
που σε τρέφω και τελειώνω,
δωσ' μου ένα μόνο βράδυ
μια ζωή να στο πληρώνω.

Είσαι το φως κι είμαι σκιά
στο περιθώριο κρυμμένη,
είσαι καμπάνα σ' εκκλησιά
κι εγώ ψυχή κυνηγημένη.
Είσαι σπουργίτι που 'μεινε στην πόλη
και καταφύγιο ζήτησε
σ' ένα φτωχό ζητιάνο.
Μα τι κι αν την κουβέρτα μου
ο χρόνος κατατρύπησε;
Εγώ θα σε ζεστάνω.


Τι βρήκα σε σένα;

Τι βρήκα σε σένα;
Θυμάσαι πόσες φορές μου έχεις κάνει αυτή την ερώτηση;
Αν και είναι δύσκολο
θα προσπαθήσω να σου πω τι βλέπω όταν σε κοιτώ,
λέω θα προσπαθήσω γιατί όταν αγαπάς
είναι σαν να ζεις συνέχεια μέσα σε ένα όνειρο,
η λογική κι η μνήμη δεν δουλεύουν,
τα χρώματα κι οι ήχοι μπερδεύονται,
βλέπεις με τα μάτια κλειστά
κι ονειρεύεσαι ξύπνιος,
τη μια στιγμή πατάς στο έδαφος
και την άλλη πετάς ψηλά,
μια δίνη η ζωή κι εσύ στροβιλίζεσαι μέσα της
κι αφήνεσαι να σε παρασύρει αυτό που νιώθεις,
δεν θες να πιαστείς από πουθενά,
θες μόνο να κρατήσει για πάντα,
σαν μικρό παιδί στο λούνα παρκ
που όσες βόλτες και να κάνει ποτέ δεν θα είναι αρκετές...
Όταν σε κοιτώ
βλέπω χρυσά φεγγάρια στο πλάι των χειλιών σου
και τριαντάφυλλα ν' ανθίζουνε ανάμεσα στα μαλλιά σου,
ηλιοβασιλέματα στις λίμνες των ματιών σου
και τα χρώματα του δειλινού στα μάγουλά σου,
μεσημέρια καλοκαιριού στην κόκκινη από ντροπή μυτούλα σου
και στάλες πρωινής δροσιάς στα βλέφαρά σου.
Μην ξαναπείς λοιπόν ότι δεν είσαι όμορφη,
για μένα είσαι μια ζωγραφιά αγάπη μου...


Θα είμαι δίπλα σου...

Κάθε βράδυ γίνομαι αστέρι
κι έρχομαι πάνω από το σπίτι σου,
στέλνω το φως μου δίπλα σου,
όχι πολύ, μη σε ξυπνήσει,
ίσα ίσα να μη φοβάσαι το σκοτάδι
και σου κρατάω συντροφιά ως το πρωί...
Κι όταν γλυκοχαράζει
σου ψιθυρίζω γλυκά στο αυτί:
Ξύπνα αγάπη μου,
είναι ώρα να φέρεις τα χρώματα της αυγής στον κόσμο,
σήκω άγγελέ μου
να ομορφύνεις τον ουρανό με τις φτερούγες σου...
Κι ενώ περιμένεις στη στάση
στέκομαι δίπλα σου,
σκιά μες στο σκοτάδι
και σου κρατάω το χέρι
να 'ναι ζεστό τα κρύα πρωινά του χειμώνα...
Μέσα στο λεωφορείο
φτιάχνω σχήματα με την ανάσα μου στα τζάμια,
άραγε τα έχεις προσέξει ποτέ;
Διαρκούνε τόσο λίγο που κι ένα μόνο καρδιοχτύπι
μπροστά τους θα φάνταζε ολάκερη αιωνιότητα...
Και στη δουλειά σου
θα πάρω χίλιες μορφές για να 'μαι δίπλα σου,
θα είμαι το φύλλο που θα ρίξει επάνω σου ο αγέρας,
ο ίδιος ο αέρας που φυσά στο πρόσωπό σου,
μια σταγόνα νερού που δραπέτευσε
απ' τον κλιματισμό κι ήρθε να σε φιλήσει...
Θα είμαι δίπλα σου,
όχι για πάντα,
κανείς δεν το μπορεί αυτό,
απλά μέχρι το τέλος του κόσμου...


Κυριακή 28 Αυγούστου 2011

Το δικό μας παραμύθι...

Κάπου ζει ένα όμορφο και μελαγχολικό κορίτσι.
Όταν γελάει τα πουλιά σταματάνε για να το ακούσουν,
όταν χαμογελά ο ήλιος γεμάτος ντροπή
κρύβεται πίσω απ' τα σύννεφα
κι όταν τ' αστέρια βλέπουν τα υπέροχα μάτια του
χάνονται στο σκοτάδι της νύχτας...
Όταν το κορίτσι δεν είναι καλά
ο ουρανός δακρύζει
κι ο άνεμος φυσάει οργισμένα,
όταν κοιμάται
όλη η φύση κρατάει την αναπνοή της
να μην το ξυπνήσει
κι όταν ονειρεύεται
οι άγγελοι κρυφοκοιτάνε
τον κόσμο των ονείρων της και ζηλεύουνε...
Και κάπου ζει ένα αγόρι
ερωτευμένο με αυτό το κορίτσι.
Την σκέφτεται κάθε στιγμή,
την ονειρεύεται είτε κοιμάται είτε όχι,
τη νοιάζεται και την αγαπάει...
Ξέρει ότι είναι καλά
κι ας μην είναι πλάι της.
Πώς;
Απλά αν πάθαινε τίποτα εκείνη
η καρδιά του θα σταματούσε
την ίδια στιγμή...
Το αγόρι πάντα πίστευε στα παραμύθια
και της έκανε δώρο δυο αγγελικά φτερά.
Τι έκπληξη όμως
όταν την είδε από κοντά!
Εκείνη ήταν αληθινός άγγελος
και δεν είχε ανάγκη φτερά ζωγραφιστά.
Η ομορφιά της
δεν ήταν αυτού του κόσμου.
Πώς να ελπίσει έστω
ένα τετοιο πλάσμα να τον αγαπήσει;
Κι όμως το όνειρο έγινε αλήθεια
και δέχτηκε την καρδιά του.
Ήθελε να της δώσει τα πάντα
μα δεν είχε κάτι πιο πολύτιμο
κι όταν εκείνη του είπε
ότι η καρδιά του αξίζει τα πάντα
ένιωσε να πετά!
Έκπληκτος είδε ότι είχε φτερά
σαν τα δικά της.
Η αγάπη τους ήταν τόσο δυνατή
που τους ένωσε για πάντα...
Από τότε το αγόρι ορκίστηκε
να ζει γι' αυτό το κορίτσι.
Να το αγαπά, να το προσέχει
και να είναι δίπλα του για όλη του τη ζωή,
να γελά με τη χαρά της
και να κλαίει με τον πόνο της,
να της κρατά το χέρι και να είναι
ο φύλακας άγγελός της...
Όταν ήταν μικρό το αγόρι
έβλεπε όνειρα
κι έγραφε στίχους για την αγάπη.
Όταν μεγάλωσε
έκρυψε τα λόγια και τις εικόνες της ψυχής του
για να μην πληγωθεί...
Μα τότε ήρθε το κορίτσι
και του χάιδεψε την καρδιά
κι αυτή έκλεισε τις πληγές της
κι άρχισε να χτυπά ξανά.
Το αγόρι άρχισε και πάλι
τα όνειρα και την ποίηση...
Τώρα πια το αγόρι και το κορίτσι
έχουν γενέθλια την ίδια μέρα
γιατί η ζωή τους άρχισε την ίδια μέρα,
γιατί η ζωή τους άρχισε
τη μέρα που συναντήθηκαν ξανά.
Πρώτη φορά βρεθήκανε στα όνειρά τους...
Καμια φορά το κορίτσι τρομάζει,
κοιτάει κάτω και πέφτει
μα το αγόρι είναι πάντα εκεί για να την πιάσει
και πετάνε ξανά μαζί στο όνειρο...
Το αγόρι δεν εχει πια όνομα,
είναι απλά ο άνθρωπός της κι αυτό αρκεί.
Τι άλλο να ζητήσει;
Ούτε εκείνη έχει όνομα,
έχουν τα όνειρα όνομα;
Είναι φορές που το κορίτσι σιωπά
και δεν λέει τίποτα.
Στην αρχή το αγόρι πληγωνόταν
αλλά μετά κατάλαβε
ότι η σιωπή της
λέει το ίδιο σ' αγαπώ
κι ίσως πιο δυνατά...




Θέλω να τρέξω να σε βρω...

Θέλω να τρέξω να σε βρω
κι αν με μισήσει το φεγγάρι
που έχω την αγάπη ενός αγγέλου
και σβήσει και χαθώ
κι η θάλασσα με πνίξει
τα μάτια μου θα κλείσω
και θα ονειρευτώ
στην αγκαλιά σου πως κοιμάμαι...


Τα μαθηματικά της αγάπης...

Μαζί σου μαθαίνω να μετρώ απ' την αρχή
χάρη στα μαθηματικά της αγάπης μας...
Ένα έχουμε γίνει ένα
γιατί πριν ήμουν μισός
κι ήρθες εσύ
και βρήκα το άλλο μου μισό...
Δύο τα υπέροχα μάτια σου
που όταν τα κοιτώ χάνω τα λόγια μου
κι αυτό δεν γίνεται συχνά,
μόνο εσύ το μπορείς...
Τρία ο αριθμός της άρνησης.
Πώς ν' αρνηθώ εσένα
που είσαι η ζωή μου;
Πώς ν' αρνηθώ
το χρώμα και το φως
που έφερες στη ζωή μου;
Τέσσερις οι άκρες του ορίζοντα
μα εγώ δεν ταξιδεύω πια,
βρήκα το λιμάνι μου
κι έριξα άγκυρα στην καρδιά σου...
Πέντε μέρες έχει πια η εβδομάδα μου,
τα Σαββατοκύριακα δεν τα μετρώ,
ο χρόνος έχει νόημα μόνο σε σχέση με σένα...
Έξι πλανήτες
είναι σε ευθεία γραμμή αυτές τις μέρες
αλλά εγώ έχω μάτια μόνο για το αστέρι μου...
Επτά, ο αριθμός της τύχης.
Ποτέ δεν ήμουν τυχερός
ώσπου γνώρισα εσένα
και βρήκα όλη την τύχη του κόσμου...
Οκτώ το σύμβολο του απείρου,
πώς να μετρήσω την αγάπη μου για σένα;
Άπειρος κι ο χρόνος μακριά σου,
άπειρα και τα φιλιά που σου χρωστάω...
Εννέα οι μούσες
μα η δική μου Μούσα είσαι εσύ,
ό,τι κι αν γράφω είναι για σένα
κρυφέ μου στεναγμέ
και χτύπε της καρδιάς μου...


Είσαι το ουράνιο τόξο μου...


Αν είχα υπερδυνάμεις...

Αν είχα άραγε υπερδυνάμεις τι θα ζήταγα;
Μάτια
ικανά να σε βλέπουν από μακριά,
να σε θαυμάζουν,
να σε χαϊδεύουν με το βλέμμα τους
και να σε προσέχουν όπου κι αν είσαι;
Αυτιά
ικανά να σε ακούνε από μακριά,
να ακούνε τη φωνούλα σου,
την καυτή ανάσα σου,
τους χτύπους της καρδούλας σου
και τους αναστεναγμούς σου;
Φτερά
για να πετάω δίπλα σου όποτε με έχεις ανάγκη,
να σου κρατώ το χέρι
και να σκουπίζω το δάκρυ σου,
να σε παίρνω αγκαλιά και να πετάμε ψηλά;
Να ελέγχω τον χρόνο
και να τον σταματώ όταν είμαστε μαζί,
να τον επιταχύνω όταν δεν είσαι εδώ
και να γυρίσω πίσω να σε αγαπήσω πρώτος;
Να είμαι αόρατος
κι όταν δουλεύεις να σε φιλάω
και να σε χαϊδεύω κρυφά απ' όλους
κι όταν κοιμάσαι
να στέκω στο προσκεφάλι σου ακοίμητος φρουρός;
Δεν έχω ανάγκη υπερδυνάμεις
γιατί με την αγάπη μου
σε βλέπω, σε ακούω και σε νιώθω,
είμαι πάντα δίπλα σου,
ο φύλακας άγγελός σου,
που σ' αγαπά και ζει για σένα...


Όλα δικά σου μάτια μου...

Απόψε η απουσία σου είναι αβάσταχτη μωρό μου. Κοιτάζω έξω το ολόγιομο φεγγάρι και μελαγχολώ... Ο ουρανός μου μοιάζει τόσο σκοτεινός απόψε. Τι κι αν έχει πανσέληνο; Τα μάτια σου δεν είναι εδώ να τον φωτίσουν με το χαμόγελό τους. Όσο σκέφτομαι ότι είσαι πικραμένη κι ίσως ακόμη και να δάκρυσες σήμερα γίνομαι κομμάτια. Θέλω να τρέξω να έρθω να σε βρω και να σε πάρω αγκαλιά χωρίς να σου πω τίποτα. Τι σημασία έχουν πια τα λόγια ανάμεσά μας; Ένα βλέμμα είναι αρκετό για να σε καταλάβω, ένα βλέμμα είναι αρκετό για να με νιώσεις...
Μου λείπεις απόψε όπως δεν μου έλειψες ποτέ. Δεν στο κρύβω πως είμαι χάλια. Πώς θα μπορούσε να είναι διαφορετικά; Όταν εσύ που αγαπώ τόσο πολύ είσαι χάλια μαυρίζει κι η δική μου η ψυχή, νιώθω σαν να έχω πέσει βαθιά σε ένα βάραθρο και με έχει τυλίξει το σκοτάδι. Μα το χειρότερο είναι που παγιδευμένος σε αυτή τη φυλακή δεν μπορώ να ψάξω να σε βρω και να σου πάρω τον πόνο σου...
Πολλά βράδια ευχήθηκα να ήμουν πραγματικά άγγελος και τα φτερά μου να ήταν κάτι παραπάνω από μια φωτογραφία στον υπολογιστή. Κανένα όμως τόσο πολύ όσο απόψε. Θα 'θελα να είχα φτερά και να βρεθώ κοντά σου, να σκουπίσω τα δάκρυά σου και να σε ζεστάνω με τις φτερούγες μου. Ξέρω πως το βράδυ πάντα κρυώνεις και μάλλον απόψε πρέπει να κρύωνες πιο πολύ από τις άλλες φορές, απόψε κρύωνες μέσα στην καρδούλα σου. Το ξέρω γιατί απόψε ένιωσα κι εγώ το κρύο να μου τρυπάει την ψυχή, το κρύο της μοναξιάς και της απουσίας σου...
Απόψε θα σ' έπαιρνα να πετάξουμε τόσο ψηλά που ίσως να φτάναμε έξω από τις πύλες του Παραδείσου μα δεν θα μπαίναμε μέσα. Δεν βιάζομαι να ζήσω την αιωνιότητα, θέλω πρώτα να χαρώ μερικές στιγμές μαζί σου κι αυτές οι στιγμές έχουν μεγαλύτερη αξία. Ενώ γράφω κοιτάζω τη φωτογραφία του αγγέλου που σου έστειλα και βλέπω το ίδιο μελαγχολικό βλέμμα που λάτρεψα και στα δικά σου μάτια...
Απόψε ένιωσα πραγματικά πόσο πολύ σ' αγαπάω, πόσο σε χρειάζομαι, πόσο νοιάζομαι για σένα, πόσο πολύ η χαρά σου γίνεται χαρά μου και η θλίψη σου θλίψη μου. Δύσκολα θα κατάφερνα να κοιμηθώ απόψε. Μα ύστερα ήρθε το μήνυμά σου ότι με περιμένεις στο σπιτάκι και όλα άλλαξαν. Η ψυχή μου γαλήνεψε και τώρα θα κλείσω τα μάτια μου ξέροντας ότι θα σε συναντήσω έστω και σ' ένα όνειρο. Δεν με πειράζει, πλέον σε συναντώ και έξω από τα όνειρα, πλέον τα όνειρα έχουν αρχίσει να δραπετεύουν και να κλέβουν χρόνο από την πραγματική ζωή κι όσο πιο πολύ το κάνουν τόσο πιο πολύ ο κόσμος μας μοιάζει με τον Παράδεισο που θα σε πήγαινα αν είχα φτερά. Σ΄αγαπώ καρδούλα μου...

Ό,τι ώρα και να 'ναι σκέφτομαι εσένα...

Η ώρα δεν περνάει με τίποτα. Κοιτάζω το ρολόι και οι λεπτοδείκτες παραμένουν ακίνητοι, νωχελικοί σαν να έχουν κουραστεί κι εκείνοι από τη ζέστη και την ανία. Κλείνω τα μάτια κι αφήνω τη σκέψη μου να ταξιδέψει σε ένα εναλλακτικό σύμπαν όπου οι ώρες περνάνε γρήγορα και κάθε αριθμός του ρολογιού με φέρνει πιο κοντά σ’ εσένα…
1 ένα δευτερόλεπτο μακριά σου μοιάζει με αιωνιότητα, μία ώρα μακριά σου είναι αβάσταχτη, μία μέρα αληθινό μαρτύριο, μία ολόκληρη ζωή… ακόμη κι η κόλαση μπροστά σε κάτι τέτοιο θα έμοιαζε με παιδική χαρά…
2 δυο μάτια που όταν με κοιτάζουν κλείνω τα δικά μου κι ονειρεύομαι πως είσαι δική μου και κάθε μέρα ξυπνάω για να δω την ανατολή μέσα από το δικό σου βλέμμα, δυο μάτια δίδυμα φεγγάρια που ο ουρανός τα βλέπει και ζηλεύει…
3 τρία κομμάτια ο καθένας μας και τρία σημεία σύνδεσης. Σώμα, νους και ψυχή όλα δένουν μεταξύ τους, όλα ήταν μισά και βρήκαν το άλλο τους μισό από τη στιγμή που ήρθες εσύ στη ζωή μου…
4 τέσσερις οι εποχές, μία η σκέψη για καθεμία από αυτές, να είμαι δίπλα σου κάθε τους μέρα και κάθε τους στιγμή. Να σε κρατάω ζεστή τα κρύα βράδια του χειμώνα και να διώχνω μακριά σου τη μελαγχολία του φθινοπώρου, να σε ξεκουράζω με τα χάδια μου τις ζεστές ημέρες του καλοκαιριού και να γεμίζω το κρεβάτι σου με λουλούδια την άνοιξη…
5 πέντε δάχτυλα κι όλα τους διαφορετικά μα όλα έχουν την ίδια επιθυμία, να σε αγγίζουνε, να σε χαϊδεύουνε, να σου τρίβουνε την πλατούλα και να εξερευνούνε το υπέροχο κορμάκι σου μα πιο πολύ τους αρέσει να παίζουνε με τα δικά σου δάχτυλα…
6 έξι ο καλύτερος αριθμός που μπορεί να φέρει το ζάρι… Η καλύτερη ζαριά που έφερα στη ζωή μου ήταν όταν σε γνώρισα καρδούλα μου κι άλλαξε η ζωή μου…
7 επτά ο αριθμός της τύχης. Ποτέ δεν ήμουν ιδιαίτερα τυχερός, όχι τουλάχιστον μέχρι να σε γνωρίσω. Άραγε θα κρατήσει αυτό το όνειρο; Ο χρόνος θα δείξει αν τελικά μου φύλαγε τη μεγαλύτερη τύχη για αργότερα ή αν θα με γκρεμίσει… Δεν ξέρω αν έχω τύχη, αλλά έχω πίστη σε σένα, σε μας και στην αγάπη μας…
8 οκτώ ο αριθμός που στα μαθηματικά συμβολίζει το άπειρο, αλλά ούτε καν αυτό δεν αρκεί για να περιγράψει όσα νιώθω για σένα κι ονειρεύομαι…
9 εννέα οι μήνες που χρειάζονται για να γεννηθεί μια νέα ζωή κι όμως ήταν αρκετή μια μονάχα στιγμή μαζί σου για να γεννηθώ απ’ την αρχή… γεννήθηκα ξανά όταν σε γνώρισα κι είδα το πρώτο φως στο πρώτο σου φιλί, στο πρώτο σου σ’ αγαπώ…
10 δέκα ο αριθμός που συμβολίζει την τελειότητα όπως τέλειο είναι αυτό που ζούμε κι ακόμη πιο πολύ αυτό που θα ζήσουμε στο μέλλον γιατί τι πιο όμορφο από το να αγαπάς και ν’ αγαπιέσαι και να θες να είσαι μαζί με τον άνθρωπό σου, να είσαι δίπλα του τώρα και μετά και πάντα;
11 έντεκα, πάντα μου άρεσε αυτός ο αριθμός, είναι σαν δύο άσοι μόνοι να ενώθηκαν, να μπήκαν πλάι ο ένας στον άλλο και να έγιναν ζευγάρι, τόσο κοντά μα ακόμη δεν έχουν γίνει ένα, αλλά δεν μπορεί, κάποια στιγμή θα γίνουν, μοιάζουν τόσο πολύ που ούτε οι ίδιοι δεν ξέρουν πια ποιος είναι ποιος…
12 δώδεκα οι μήνες, δώδεκα οι ώρες της μέρας, δώδεκα μαντολίνα να παίζουν για την αγάπη μας. Όταν κοιτάζω αυτό τον αριθμό είναι σαν να λέει ότι ήμουν μόνος μα τώρα είμαστε δύο κι αν το δεις ανάποδα αν και είμαστε δύο θα είμαστε πια ένα για πάντα…

Σε ονειρεύτηκα...

Σε ονειρεύτηκα...
Δεν είναι η πρώτη φορά και σίγουρα δεν θα είναι η τελευταία... Έχεις πλέον στοιχειώσει τη σκέψη, τη φαντασία, το υποσυνείδητό μου... Είσαι πάντα εκεί, κρυμμένη στις σκοτεινές γωνίες του μυαλού μου και περιμένεις να κλείσω τα μάτια, σίγουρη ότι θα έρθω να σ' επισκεφτώ ακόμη μία φορά, υποταγμένος πλήρως στις επιθυμίες σου... Πόσες φορές δεν προσπάθησα να ξεφύγω; Μάταια, όσο κι αν τρέχω μακριά σου, απλά μεγαλώνει η εξάρτησή μου από εσένα...
Σε ονειρεύτηκα να μου μιλάς για σένα, τους φίλους σου, τα αγαπημένα σου τραγούδια, τις βόλτες σου, τις αγωνίες και τους φόβους σου, όλα αυτά που σε κάνουν να χαίρεσαι και όλα αυτά που σε πληγώνουν κι ευχήθηκα να ήμουν κι εγώ ένα τόσο δα μικρό μέρος της ημέρας σου, ένα κομμάτι της ζωής σου...
Σε ονειρεύτηκα να μου γελάς... Πόσο μ' αρέσει αυτός ο ήχος! Θέλω τόσα να σου πω κάθε φορά και καταλήγω απλά να λέω αστεία και να σε κάνω να γελάς, γιατί το γέλιο σου είναι για μένα οξυγόνο... Θέλω τόσο πολύ να σε κάνω χαρούμενη, να ξέρω ότι το χαμόγελο στα χείλη σου είναι δικό μου έργο...
Σε ονειρεύτηκα να μου παραπονιέσαι, να με μαλώνεις και να μου κρατάς μούτρα, να έχεις το βλέμμα χαμηλωμένο όχι από ντροπή αλλά επειδή δεν θες να με κοιτάξεις κι εγώ να αγωνίζομαι να σε ξανακερδίσω, να σε κάνω να μου δείξεις και πάλι το πρόσωπό σου, ξέρω ότι αν με κοιτάξεις στα μάτια θα δεις πόσο πολύ σε αγαπάω και τότε δεν θα μπορέσεις να μου κρατήσεις κακία, θα με συγχωρέσεις κι εγώ θα είμαι ξανά ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος στη γη... Μονάχα εσύ μπορείς να με ταξιδεύεις τόσο γρήγορα από την Κόλαση στον Παράδεισο ή το αντίθετο...
Σε ονειρεύτηκα να μην έχεις τίποτα να πεις κι απλά να κρατάς το ακουστικό κοντά στο στόμα σου κι από την άλλη άκρη να έρχεται ο ήχος της ανάσας σου να με μεθάει και να με τρελαίνει... Ώρες ώρες εύχομαι να έρθουν αυτές οι παύσεις και να μην ακούγεται τίποτα άλλο, μόνο εσύ που ανασαίνεις και με την ανάσα σου είναι σαν να δίνεις ζωή και σ' εμένα... Τι να πεις μια τέτοια στιγμή; Τι σημαντικό να βρεις να πεις που να αξίζει να διακόψεις μια τέτοια στιγμή ευτυχίας;
Σε ονειρεύτηκα να μου τραγουδάς και να έχω τη φωνή σου μέσα στ' αυτιά και την καρδιά μου για όλο το υπόλοιπο βράδυ να με αποκοιμίζει... Ακόμη και το πιο ανόητο τραγούδι στα χείλη σου αποκτά άλλο νόημα, γίνεται ύμνος και μελωδία αγγελική, με ταξιδεύει και με φέρνει πλάι σου, μου δίνει ζωή και μου την παίρνει ταυτόχρονα...
Σε ονειρεύτηκα να με φιλάς... Σε ονειρεύτηκα στην αγκαλιά μου... Σε ονειρεύτηκα να είσαι πλάι μου, μαζί μου, να είμαστε ένα, εγώ για σένα κι εσύ για μένα, για πάντα...
Σε ονειρεύτηκα μα ξύπνησα και δεν ήσουν εδώ...


Θα 'θελα...

Θα 'θελα να 'μαι ηλιαχτίδα
να τρυπώνω το πρωί στο δωμάτιό σου
και να σου δίνω το πρώτο φιλί για καλημέρα...
Θα 'θελα να 'μαι το ρούχο που φοράς κατάσαρκα
για να μπορώ ν' αγγίζω το γυμνό κορμάκι σου
και να σε ζεσταίνω με τα χάδια μου...
Θα 'θελα να 'μαι σταγόνα της βροχής
στα χείλη σου να πέσω
και πριν προλάβεις να με πιεις
στο στήθος να κυλήσω
και να σε κάνω να ριγήσεις...
Θα 'θελα να 'μαι το σεντόνι που σκεπάζεσαι
για να σε πάρω αγκαλιά
και να χαϊδεύω το κορμί σου τρυφερά
όλη τη νύχτα...
Θα 'θελα να 'μαι ένα μικρό πουλάκι
να έρθω στο μπαλκόνι σου
για να σου τραγουδήσω την αγάπη μου
κι ας με κλείσεις σε κλουβί...
Μα πιο πολύ θα 'θελα να 'μαι
εκείνος που κάθε βράδυ θα ξαπλώνει δίπλα σου
και κάθε πρωί θα ξυπνά στο πλάι σου,
που θα σου λέει καλημέρα και καληνύχτα με ένα φιλί,
που θα μοιράζεται τη χαρά και τη λύπη σου,
που θα είναι ο άνθρωπός σου
και θα τον ζηλεύει ο κόσμος όλος για την τύχη του...


Το ταξίδι της καρδιάς...

Η ζωή μου άλλαξε. Μη με ρωτάς γιατί. Για καλό ή για κακό, δεν ξέρω. Ούτε και με νοιάζει. Το μόνο που βλέπω είναι ένας δρόμος. Πόσο θα κρατήσει αυτή η διαδρομή και πού θα με πάει δεν γνωρίζω. Πού βρίσκομαι τώρα που γράφω, ούτε αυτό το ξέρω. Το μόνο που μπορώ να πω με σιγουριά είναι πότε άρχισε αυτό το ταξίδι. Πώς να ξεχάσω τη στιγμή που ήρθες στη ζωή μου σαν αστέρι και φώτισες τις νύχτες μου; Πώς να ξεχάσω το πρώτο σου βλέμμα που στοίχειωσε τα όνειρά μου, το πρώτο σου φιλί που ακόμη μου καίει τα χείλη, την πρώτη φορά που γίναμε ένα κι ένιωσα πως πριν σε βρω ήμουν μισός;
Είναι ένα παράξενο ταξίδι αυτό που αρχίσαμε μαζί, τ' ομολογώ. Ο δρόμος μπροστά μας ήταν απ' την αρχή ανηφόρα και τα εμπόδια πολλά. Το τέρμα - αν υπάρχει τέρμα - μοιάζει μακρινό κι η λογική μου φωνάζει να πηδήξω απ' το τρένο όσο προλαβαίνω. Δεν είναι για σένα αυτό το τρένο, μου είπε στην αρχή. Όταν ανέβηκα, μου είπε να κατέβω στον πρώτο σταθμό και μετά στον δεύτερο, στον τρίτο κι ακόμη συνεχίζει να με μαλώνει μα έχω πάψει να την ακούω. Δεν μπορώ να την ακούσω πια γιατί από τότε που σε γνώρισα η καρδιά μου χτυπάει τόσο δυνατά που δεν ακούω τίποτα άλλο.
Αχ, αυτή η καρδιά. Κάθε φορά που σε βλέπω πάει να σπάσει απ' την επιθυμία και τη λαχτάρα, αναγκάζομαι να μιλάω συνέχεια γιατί φοβάμαι πως σε μια στιγμή σιωπής μπορεί ν' ακούσεις τα τρελά της καρδιοχτύπια και να μου την κλέψεις. Πίστεψέ με, δεν θα σου είναι καθόλου δύσκολο, η προδότρα χτυπάει πια μόνο για σένα κι όποτε φεύγεις μακριά μου κάνω αγώνα για να την κρατήσω μέσα στο στήθος μου. Χτυπιέται σαν το ψάρι, παλεύει να σ' ακολουθήσει, μου βάζει τις φωνές που σ' αφήνω να φύγεις και δεν τρέχω ξοπίσω σου κι ύστερα μαραζώνει και μικραίνει τόσο που δεν την ακούω καν.
Είναι ένα τρελό ταξίδι, δίχως άλλο. Το τρένο είναι γεμάτο κόσμο μα όλοι οι επιβάτες έχουν το δικό σου πρόσωπο. Έχω μπει σε όλα τα βαγόνια και πουθενά δεν είδα κάποιον άλλο εκτός από εσένα. Κάποιοι επιβάτες είναι χαρούμενοι και κάποιοι μελαγχολικοί, κάποιοι γελάνε σαν μικρά παιδιά και κάποιοι απογοητευμένοι δεν ελπίζουν πια, άλλοι ονειρεύονται και άλλοι φοβούνται ακόμη και να ονειρευτούν. Το μόνο μέρος που δεν σε βρήκα είναι η ατμομηχανή, το τρένο δεν έχει οδηγό, πηγαίνει μόνο του, ίσως γιατί κι εσύ δεν ξέρεις που θα μας πάει αυτό το ταξίδι.
Είναι όμως ένα ευχάριστο ταξίδι, πώς θα μπορούσε να είναι διαφορετικά; Κάθε πρωί ξυπνάω με το χαμόγελο στα χείλη και κάθε βράδυ πέφτω για ύπνο με την ίδια ευχή στα χείλη και την ίδια προσευχή στην καρδιά, ζω σ' ένα κόσμο όπου τα πάντα έχουν τη μορφή σου, τη μυρωδιά σου και τον ήχο της φωνής σου, τα πάντα είναι όμορφα επειδή υπάρχεις εσύ και τους δίνεις αξία, τα πάντα σε θυμίζουν και γι' αυτό τ' αγαπώ. Είναι ένας υπέροχος κόσμος με το χαμόγελό σου για ηλιοβασίλεμα και δυο δίδυμους ήλιους ν' ανατέλλουν κάθε πρωί, τα μαγικά σου μάτια. Τα χείλη σου σαν ουρανός ποτίζουν καθημερινά τη δίψα της ψυχής μου με βρόχινα φιλιά κι εγώ τρέχω σαν τον τρελό πασχίζοντας να νιώσω όσο πιο πολλά μπορώ απ' τα φιλιά σου στο κορμί μου.
Τίποτα όμως δεν είναι τόσο όμορφο σε αυτόν τον ονειρεμένο κόσμο όσο η θάλασσα, υγρή και παθιασμένη, να με καλεί να μπω μέσα της και να χαθώ σ' απόκρυφα μονοπάτια και μυστικές διαδρομές. Κάθε φορά που βυθίζομαι μέσα της νιώθω πως δεν θα ξαναβγώ, είναι τόση η λαχτάρα κι η ηδονή που θα μπορούσα να πνιγώ στην υγρή της αγκαλιά χωρίς να πάρω δεύτερη ανάσα. Είναι σαν να σταματάει ο ίδιος ο χρόνος και να καταργούνται όλοι οι νόμοι του σύμπαντος, όσο πιο βαθιά βυθίζομαι τόσο πιο ψηλά πετάω κι από ένα σημείο και μετά έχω ξεχάσει αν βρίσκομαι στο βυθό ή στον ουρανό.
Υπάρχουν βέβαια φορές που πονάω, αν έλεγα το αντίθετο, θα έλεγα ψέματα. Πονάω κάθε φορά που πρέπει να σε αποχωριστώ και σε ακολουθώ με το βλέμμα μου προσπαθώντας να κερδίσω όσα περισσότερα δευτερόλεπτα μπορώ μαζί σου, πονάω κάθε φορά που κλείνω το τηλέφωνο για να βυθιστώ στην απουσία της φωνής σου, πονάω κάθε φορά που κοιμάμαι δίπλα σου μόνο και μόνο για να ξυπνήσω και να συνειδητοποιήσω ότι δεν ήταν παρά ένα ακόμη όνειρο, πονάω μακριά σου και χωρίς εσένα, αλλά είναι αυτός ο πόνος που με κάνει να σ' αγαπώ πιο πολύ. Έτσι είναι, η αγάπη πονάει κι αξίζει να πονάς για τον άνθρωπό σου. Εξάλλου, ένα σου χαμόγελο, ένα σου μήνυμα κι ο πόνος εξαφανίζεται.
Είναι δύσκολο ταξίδι, το ξέρω. Έτσι δεν συμβαίνει με όλα τα ωραία σε αυτή τη ζωή; Τίποτα δεν χαρίζεται μα όλα κερδίζονται, αρκεί να το θες, να το πιστέψεις και να παλέψεις γι' αυτό. Είμαι πρόθυμος να παλέψω για σένα, θησαυρέ μου, γιατί σε θέλω και γιατί πιστεύω σε σένα. Η μάχη δεν θα είναι εύκολη, το γνωρίζω. Πάλεψα πρώτα με τον ίδιο μου τον εαυτό, με τα πρέπει, τα μη και τα δεν, δεκάδες οι ενδοιασμοί και οι αναστολές, αλλά στο τέλος μέτρησε μονάχα η αγάπη μου για σένα. Παλεύω και με σένα, προσπαθώ να σε πείσω και ξέρω πως κι εσύ δίνεις καθημερινά την ίδια μάχη με τον εαυτό σου κι η δική σου μάχη είναι πιο δύσκολη μα έχεις ήδη κάνει τόσα βήματα. Μαζί θα τα καταφέρουμε.
Έχουμε ήδη καταφέρει τόσα πολλά. Είμαστε ένα σώμα, μια καρδιά, μια ψυχή. Αρκεί να κλείσω τα μάτια για να βρεθώ κοντά σου, νιώθω τις αγωνίες και τους φόβους σου, ξέρω πότε είσαι καλά και πότε όχι και το ίδιο ισχύει και για σένα. Δεν μπορώ και δεν θέλω να σου κρυφτώ, με διαβάζεις σαν ανοιχτό βιβλίο, αρκεί ένα σου βλέμμα, μία μου λέξη, επικοινωνούμε με άπειρους τρόπους. Όταν δεν μιλάω ξέρεις τι σκέφτομαι κι όταν δεν μπορείς να στείλεις μήνυμα ξέρω τι αισθάνεσαι, ακούμε ο ένας την καρδιά του άλλου όσα χιλιόμετρα κι αν είναι ανάμεσά μας.
Ξέρεις τι βλέπω όταν σε κοιτάζω; Ένα μικρό κορίτσι που έκρυψε τα όνειρά του για χάρη των άλλων και παγιδεύτηκε από ανθρώπους που το έπεισαν να πάψει να κυνηγάει το άπιαστο, ένα μάτσο πάπιες που έπεισαν τον κύκνο ότι δεν είναι κι αυτός παρά ένα ασχημόπαπο. Τ' όνειρό μου είναι να σε κάνω να πετάξεις μακριά, να δεις τις φτερούγες που κρύβεις στην πλάτη σου και να πετάξεις ξανά στα όνειρά σου. Μη φοβηθείς, άγγελέ μου, θα είμαι δίπλα σου να σου κρατάω το χέρι, να πετάξουμε μαζί. Είσαι γεννημένη για να πετάς ψηλά, μην ακούς όσους θέλουν να σε κρατήσουν χαμηλά, στο είπα από την πρώτη στιγμή ότι είσαι πλάσμα τ' ουρανού γι' αυτό και σου έκανα δώρο τα φτερά, πέτα ψηλά και μη φοβάσαι, δεν είναι από κερί φτιαγμένα μ' από αγάπη κι ετούτα τα φτερά τίποτα δεν τα λιώνει.
Είναι πρωινά που ξυπνάω και ψάχνω τρομαγμένος το κινητό με τη βεβαιότητα ότι δεν θα βρω κανένα σου μήνυμα, ότι δεν υπήρξες αλλά σ' έπλασα με τη φαντασία μου, ένα όνειρο που έζησε μονάχα για ένα βράδυ. Πώς μπορεί να με έχει αγαπήσει ένα τέτοιο πλάσμα; Πώς βρέθηκε εδώ στη Γη ένας άγγελος; Γιατί δεν τον γυρέψανε στον Παράδεισο; Κι ύστερα έρχεται η πρωινή σου καλημέρα και τ' όνειρο γίνεται αληθινό. Καταλαβαίνεις τώρα γιατί τρόμαξα τόσο την πρώτη φορά που δεν ήρθε το μήνυμά σου και γιατί έβαλα τη φωτογραφία σου στην οθόνη του κινητού μου;
Το ταξίδι συνεχίζεται κι είναι η πρώτη φορά που νιώθω πόσο δίκιο είχε ο Καβάφης όταν έλεγε ότι σημασία δεν έχει ο προορισμός αλλά το ταξίδι. Όσο είμαστε μαζί δεν με νοιάζει τίποτα άλλο. Δεν είμαστε απλά στο ίδιο τρένο, εσύ είσαι το τρένο που ήρθες στο σταθμό μου κι ας είχαν ξηλωθεί οι ράγες εδώ και καιρό. Ήρθες και με παρέσυρες ξανά στην αληθινή αγάπη, πριγκίπισσά μου, κι αλίμονο στους δράκους που θα τολμήσουν να σε διεκδικήσουν.
Ζήτα μου ό,τι θες, μόνο μη μου ζητάς να μη σ' αγαπώ, είναι πάνω απ' τις δυνάμεις μου, πιο εύκολο το έχω να ζήσω χωρίς οξυγόνο παρά χωρίς την αγάπη σου, όχι, δεν είμαι υπερβολικός, υπερβολικός θα ήμουν αν έλεγα το αντίθετο. Ναι, θα ζήσω χωρίς εσένα, αλλά τι ζωή θα είναι αυτή; Χειρότερη κι από θάνατο. Σ' έχω αγαπήσει τόσο που έχεις ποτίσει πλέον κάθε κύτταρό μου, σ' έχω ανάγκη, ζω για σένα, σε θέλω, σ' αγαπάω και θα είμαι εδώ για σένα, το άλλο μου μισό, τη μόνη γυναίκα που αξίζει να της προσφέρω την καρδιά μου.
Θα μπορούσα να γράφω μέχρι το πρωί κι ακόμη δεν θα τελείωναν αυτά που έχω να σου πω κι αυτά που με κάνεις να νιώθω. Είσαι ό,τι καλύτερο μου έχει συμβεί. Στην ταινία City of Angels ο άγγελος ρωτάει όσους φεύγουν από τη ζωή ποια ανάμνηση επιλέγουν να κρατήσουν. Αν έφευγα αύριο το πρωί νομίζω ξέρεις ποια θα ήταν η δική μου απάντηση...

Σ' Α Γ Α Π Ω

Άγγελέ μου...

Έκλεισα τα μάτια και προσπάθησα να περιγράψω τη μορφή σου. Δεν είναι εύκολο, πίστεψέ με. Με τα δικά μου μάτια μοιάζεις τόσο διαφορετική, είναι σαν όλα πάνω σου ν' αλλάζουν, ν' αποκτούν μια ξέχωρη υπόσταση, πέρα από σχήματα, γραμμές και πλαίσια, μοιάζεις ονειρικός καμβάς κι η φαντασία μου χέρι ζωγράφου σε αναπλάθει και δημιουργεί απ' την αρχή τα χρώματα και τις σκιές, ένα παιγνίδισμα στο φως και το σκοτάδι και κάπου ανάμεσα εσύ να ξεπροβάλλεις σαν αγνή αναδυομένη, όμορφη σαν την πρώτη μέρα της δημιουργίας, ανόθευτη σαν το ουράνιο τόξο που ξεπλύθηκε απ' της βροχής τα δάκρυα και βγήκε ακόμα πιο λαμπερό, κόκκινο της φωτιάς και κίτρινο του ήλιου, γαλάζιο σαν το κύμα και πράσινος βασιλικός να τον μυρίζεις το πρωί να ξεκινάει καλά η μέρα...

Τα ολόχρυσα μαλλιά σου χύνονται σαν ηλιοβασίλεμα λίγο πριν πάρει ο ουρανός φωτιά κι ανάψει από τον πόθο, μοιάζουν με μαγεμένο καταρράκτη που άμποτε να πνιγόμουνα στα κρυσταλλένια του νερά και με την τελευταία ανάσα μου να 'λεγα τ' όνομά σου, στερνή θυσία και σπονδή στα σκαλοπάτια της καρδιάς σου...

Τα μάτια σου δυο θάλασσες απύθμενες, σαν τα κοιτώ ζαλίζομαι και βλέπω χίλια θαύματα θαρρείς να ξεπροβάλλουν, χάνω τον κόσμο και λιποθυμώ κι όταν ξυπνάω βρίσκομαι μέσα τους να παλεύω με κύματα θεόρατα απ' την επιθυμία κι αν ναυαγήσω και χαθώ διόλου δεν με πειράζει, αρκεί που θα 'μαι μέρος σου, κομμάτι στο βυθό σου, θα βγάλω ρίζες να δεθώ για πάντοτε μαζί σου κι όσοι με κλαιν θα γελαστούν γιατί δεν θα γνωρίζουν πως πιο γλυκός κι απ' τη ζωή ο θάνατος για σένα...

Τα χείλη σου ερμητικά κλειστά κι εγώ γυρεύω το κλειδί, της κόλασης αμαρτωλός κρυφοκοιτάω τον Παράδεισο, τόσο κοντά μα τόσο μακριά, και τι δεν θα 'δινα για ένα τους φιλί, μια λέξη, έναν ψίθυρο, ένα χαμένο σ' αγαπώ, έστω ένα γράμμα, ένα άλφα, ένα ωμέγα, σιγά σιγά θα καταφέρω να σχηματίσω τη λέξη που σαν τρελός προσμένω για ν' ακούσω, μια λέξη τόσο δυνατή που ίσως δεν αντέξω κι από τη φλόγα της καώ σαν νυχτοπεταλούδα, μα τι πειράζει, υπάρχει ωραιότερος θάνατος απ' το να γίνεις ένα με το φως και να χαθείς για πάντα σαν εικόνα μες στα μάτια της, να γίνεις σκόνη και ν' αγγίξεις τα μαλλιά της κι ύστερα εκείνη ας σε τινάξει από πάνω της με μία μόνο κίνηση, να σε σκορπίσει σαν αστρόσκονη στο πέρασμά της, να πλάσεις ένα σύμπαν για το χατήρι της, ένα καινούργιο σύμπαν, λίγο μικρότερο απ' του Θεού, μα τι σημασία έχει, αρκεί που μέσα του θα μπορείς να βάλεις όλη σου την αγάπη για εκείνη κι αυτό δεν είναι λίγο...

Είναι η αγάπη σου άπειρη κι εσύ μικρός να την αντέξεις, το νιώθεις πια εδώ και καιρό πως σ' έχει ξεπεράσει, απλώνει μέσα, έξω και πέρα από σένα, δεν τη χωράς, ο κόσμος όλος δεν τη χωράει πια κι όσο πονάς εκείνη μεγαλώνει, φουσκώνει σαν παλίρροια, παίρνει στο διάβα της τα πάντα, σκέψεις, όνειρα, συναισθήματα, την ίδια τη ζωή σου, μην ψάχνεις για να κρατηθείς, δεν ωφελεί, το ξέρεις, αφέσου να σε παρασύρει, το νερό θα βρει τον δρόμο, έχει μνήμη, θα σε πάει πίσω στην πηγή κι εκεί που αρχίσαν όλα ξέπνοος και χωρίς ζωή σαν σε όνειρο θ' αντικρύσεις την αληθινή μορφή της, αυτή που τόσα χρόνια πασχίζεις για να την περιγράψεις, θα θυμηθείς αυτό που ήξερες απ' την αρχή, πως ερωτεύτηκες πολύ μα δίχως ελπίδα γιατί τα μάτια σήκωσες ψηλά στο απαγορευμένο, τόλμησες και αγάπησες τον τελευταίο άγγελο που έζησε στη γη μα λίγο πριν τα χέρια σου απλώσεις εκείνος άνοιξε τις φτερούγες του και χάθηκε μακριά κι εσύ μονάχος έμεινες με του τρελού το βλέμμα μάταια να γυρεύεις γιατρειά για την καρδούλα σου που έσπασε σε άπειρα κομμάτια...

Μάτια μου...

Μάτια μου μελαγχολικά
έχω ένα κόμπο στο λαιμό
κάθε φορά που σκέφτομαι
την άδεια αγκαλιά σου
και σου το λέω αληθινά
πως εύχομαι σε γη και ουρανό
σε μένανε να στείλουνε
την πίκρα τη δικιά σου...
Μελαγχολικά μου μάτια
όποτε σε κοιτάζω χάνομαι
για να σε βρω ξανά στα όνειρά μου,
μέσα σε μαγικά παλάτια
όλη τη νύχτα μάχομαι
για τη βασίλισσά μου...


Πώς να σε περιγράψω;

Θέλω τόσο να σε περιγράψω
μα πώς να περιγράψει κανείς
το ουράνιο τόξο μετά τη βροχή,
την ηρεμία πριν την καταιγίδα, 
το φως του ήλιου και του φεγγαριού,
την αίσθηση που αφήνει ένα χάδι,
τον ήχο της σιωπής
και τον χτύπο της καρδιάς που αγαπάει,
το άρωμα της επιθυμίας
και τη γεύση του έρωτα,
τη στιγμή που ο χρόνος σταματάει
και τα κορμιά μας γίνονται ένα,
προέκταση ο ένας του άλλου,
δυο μισά που επιτέλους ενώνονται
και σπαρταράνε από ηδονή;
Όχι, δεν μπορώ να σε περιγράψω
κι αυτό είναι ΑΓΑΠΗ μάτια μου...