Τρίτη 27 Δεκεμβρίου 2011

Η ερημιά του πλήθους...

Χιλιάδες άνθρωποι
γυρνούν
στους δρόμους της Αθήνας.
Περπατούν
ασθμαίνοντας, σπρώχνοντας,τρέχοντας
σαν σμήνος εντόμων
που ξεχύνεται σε άγονο λιβάδι.
Τα πόδια τους μετρούν δεκάδες χιλιόμετρα
κι όμως
τα μάτια τους κλειστά
δεν ψάχνουν για σημάδια.
Τους οδηγεί η συνήθεια.
Χιλιάδες άνθρωποι
ξετυλίγουν το κουβάρι της ζωής τους,
τεντώνουν την κλωστή
μήπως και φθάσει
λίγο παραπέρα
και σαν το σκύλο κύκλους κάνουνε
καθένας
μες στο χρόνο,
κύκλους ομόκεντρους κι ατέλειωτους που
πάντα
θα εφάπτονται στην ίδια απαρχή.
Κι εγώ
μονάχος κάθομαι και τους κοιτώ
που πάνε.
Χιλιάδες
είναι δίπλα μου
κι ωστόσο είμαι μόνος.
Τα πρόσωπά τους μακρινά και ξένα
δε φέρνουνε στη σκέψη μου
τίποτα το οικείο.
Σαν τις σκιές
με προσπερνούν
και χάνονται πιο κάτω.
Μορφές που
δεν αξίζουνε
στη μνήμη μου μια θέση
και σαν στην άμμο σχέδια
τον άνεμο προσμένουνε και τ’ αλμυρό το κύμα.
Ψάχνω
από κάπου για να κρατηθώ
και σαν σ’ εφιάλτη
φεύγουνε όλοι μακριά μου.
Εκείνοι
τρέχουν βιαστικά
κι εγώ
ξοπίσω μένω
σαν άρρωστο θηλαστικό στου κοπαδιού
το τέλος
να περιμένει μάταια
τ’ αρπακτικά να έρθουν.
Ποια μοίρα
μ’ εγκατέλειψε
στην ερημιά του πλήθους;
Ποιος άνεμος
ναυάγησε τη βάρκα της ζωής μου
σ’ αυτή τη μεγαλούπολη
στα σάργασσα πιασμένη
δίχως κατάρτι και κουπιά σκληρά τιμωρημένη;
Τα φύκια με τυλίγουνε,
τ’ αλάτι με σκεπάζει
κι ο ήλιος
το βασίλειο αφήνει στη σελήνη.
Τα όνειρά μου
σβήνουνε
σαν το κερί που λιώνει.
Δεν πέτυχα την αλλαγή,
δεν έφερα την άνοιξη
στην παγωμένη πόλη.
Πώς θα μπορούσα
μόνος μου
ν’ αλλάξω τους πολλούς;
Πιο εύκολο
θαρρώ πως ήτανε
ν’ αλλάξουν οι πολλοί τον ένα.
Κι έτσι θα γίνεται
παντού
κάθε φορά που κάποιος σαν κι εμάς
θα προσπαθεί
να γίνει διαφορετικός.
Προτού το καταλάβει καν
θα είναι όμοιός μας,
ακόμη ένα αντίγραφο
του πρώτου και του τελευταίου
των άψυχων ανθρώπων.
Δεν είμαι
πλέον μόνος μου,
δεν κάθομαι στην άκρη.
Περπατούμε
ασθμαίνοντας, σπρώχνοντας,τρέχοντας
σαν σμήνος εντόμων
που ξεχύνεται σε άγονο λιβάδι.
Γυρνάμε
στους δρόμους της Αθήνας
και είμαστε χιλιάδες.

Ακόμη μια νύχτα...

Ακόμη μια νύχτα
κάτω απ' τ' αστέρια
να διώχνω τη νύστα
και δυο καλοκαίρια
να μετράω χαμένα
προτού καν περάσουν,
στο χακί τυλιγμένα
το δρόμο θα χάσουν.
Ακόμη μια νύχτα
γυρεύω απαντήσεις,
ζωή χαρτορίχτρα
βιάστηκες να μιλήσεις,
αν μ' έκλεισες τώρα
στης σκοπιάς το κλουβί
θα έρθει η ώρα
που θ' αλλάξω ζωή.
Ακόμη μια νύχτα
που σκέφτομαι εσένα,
στου νου μου την πίστα
με φρένα σπασμένα
τρέχουν οι αναμνήσεις
και περνούν τη στροφή,
μοίρα δεν θα λυγίσεις
τη λευκή μου κλωστή...

ΥΓ Άλλη μία δημιουργία της στρατιωτικής μου θητείας...

Μελαγχολία...

Μαύρη χολή
στην πληγωμένη μου καρδιά,
μοιάζω παιδί
που αποζητά την αγκαλιά,
τα μάτια μου το φως
κοιτάζουν μεθυσμένα,
η σκέψη μου γκρεμός
με ρίχνει στην αρένα.
Μαύρη χολή
σαν πίσσα με τυλίγει,
νύχτα παγερή
κι ατέλειωτα τα ρίγη,
καθώς από παντού
μια μελωδία πνίγει τις αισθήσεις
και το χορό του νου
τον κυβερνούν οι ψευδαισθήσεις.
Μόνος, πάλι μόνος
και το δωμάτιο φυλακή,
έγκλημά μου ο χρόνος
που δεν περάσαμε μαζί,
ίσως αν δοκίμαζα
να είχε αλλάξει η τροπή
μα δίσταζα
κι απέμεινα με τη ντροπή.
Οι σκέψεις σαν καρφιά
σταυρώνουν το μυαλό μου,
καθώς περνάει σαν σκια
το φευγαλέο όνειρό μου,
ανάμνηση του έρωτα
που έμεινε φιλία
κι οριστικά με βύθισε
μες στη μελαγχολία...

Να μ' αγαπάς...

Μη μου ζητάς να σ' αρνηθώ
και τα δικά μας να ξεχάσω,
για μια ζωή θα σ' αγαπώ
κι ούτε στιγμή θα χάσω
τη θέληση να βρίσκομαι
συνέχεια μαζί σου
δίχως ποτέ να γίνομαι
προδότης στο φιλί σου.
Να μ' αγαπάς, να σ' αγαπώ
για ν' αγαπιόμαστε κι οι δυο,
μόνος να μείνω δεν μπορώ
σ' αυτόν τον κόσμο τον τρελό,
λουλούδι στη σκια
από τον ήλιο ξεχασμένο,
στην αετίσια μου φωλιά
να έρθεις περιμένω
κι αφού σε πάρω αγκαλιά
στα σύνορα του κόσμου
θα γίνω ίδιος πυρκαγιά
με σένα για πυρσό μου.
Άνοιξε το παράθυρο
λουλούδια να σου δώσω,
τα δυο σου χέρια άπλωσε
να πιάσεις την καρδιά μου,
χαμένος μέσα στ' άπειρο
μαζί σου θ' ανταμώσω,
καθώς ο χρόνος ξάπλωσε
θαρρείς στα όνειρά μου...

Μες στα μάτια σου...

Καθώς η νύχτα προχωρά
δυο ήλιους βλέπω ν' ανατέλλουν,
που με τα φώτα χαμηλά
μια λάμψη απόκοσμη μου στέλνουν,
δυο φλόγες που δεν τρέμουνε
στο φύσημα του αγέρα
και σαν τις Μούσες παίζουνε
στον έρωτα φλογέρα.
Πεθαίνω απόψε μες στα μάτια σου,
έτοιμος στις λίμνες σου να βυθιστώ,
σ' αυτά τ' ανέκφραστα κομμάτια σου
που σαν Πυθίες μου προλέγουνε πνιγμό.
Μα τι κι αν είναι απόψε να πεθάνω;
Αρκεί που θα 'χω αντίκρυ μου
τα μάτια τα δικά σου,
έτοιμος μόλις ανεβώ στον ουρανό επάνω
συνήγορο στη δίκη μου
να έχω τη ματιά σου.
Θα ΄θελα να 'μαι ναυαγός
στα μάτια σου χαμένος,
σαν σύγχρονος Ιθακηνός
ξανά παγιδευμένος
μόνο που τούτη τη φορά
στα μάτια σου γοργόνα
κι όχι χωμένος στη σπηλιά
του γιου του Ποσειδώνα.
Να με χτυπούν τα κύματα
στις κόρες των ματιών σου
και να μετρώ τα βήματα
στο νοητό χορό σου,
σαν της αράχνης εραστής
που πριν να ξημερώσει
το μονοπάτι της ζωής
γι' αυτόν έχει τελειώσει...

Δευτέρα 26 Δεκεμβρίου 2011

Είμαι ένα αστέρι...

Είμαι ένα αστέρι
χαμένο στης νύχτας το σκοτάδι,
τρεμοσβήνω μακριά σου σαν μικρό κερί
μα λίγο πριν το τέλος
ονειρεύομαι
πως θα γεννηθώ ξανά στον ουρανό
που κρύβεις μες στα δυο σου μάτια...

Σαν...

Σαν ήλιος θα τρυπάω τα σύννεφα για να σε φτάσω,
σαν τον άνεμο θ' ανοίγω τα παράθυρα της ψυχής σου,
σαν το κύμα θα κάνω θρύψαλα τα βράχια της ζωής
και θα σε κάνω δική μου.
Θα βρω την πόρτα στον λαβύρινθο,
άκου μονάχα την καρδιά μου,
μη φοβάσαι,
θα σε βρω,
δεν με τρομάζει το σκοτάδι,
έχω εσένα αστέρι μου οδηγό,
μαζί θα φτιάξουμε ένα δικό μας ουρανό,
εσύ κι εγώ...

Τρίτη 4 Οκτωβρίου 2011

Μια στιγμή...

Τι αξία έχει αλήθεια μια στιγμή;
Περνάει και χάνεται,
σαν μια φευγαλέα νότα
που δεν πρόλαβε να γίνει μελωδία,
σαν ένα γράμμα
που δεν μπόρεσε να γίνει λέξη,
σαν μια σκέψη
που κανείς ποτέ δεν θα τη μάθει...
Μια στιγμή είναι μικρή,
μοιάζει αδύνατο να την υπολογίσεις,
κανένα χρονόμετρο δεν θα μπορούσε να τη μετρήσει,
διαρκεί πιο λίγο κι απ' το τίποτα
γιατί ακόμη και το τίποτα δεν χωράει σε μια στιγμή...
Μια στιγμή είναι ασήμαντη,
κανείς δεν τη θυμάται,
κανείς δεν την προσέχει,
πώς θα μπορούσε άλλωστε,
η ζωή μας αποτελείται από τόσες πολλές
που ακόμη και τ' αστέρια μοιάζουν λίγα μπροστά τους...
Μια στιγμή δεν έχει ήχο ούτε χρώμα,
είναι πιο γρήγορη ακόμη κι απ' το φως,
ταξιδεύει στην απεραντοσύνη του σύμπαντος
χωρίς κανείς να την συλλάβει,
διασχίζει τις εσχατιές του κόσμου,
είναι πανταχού παρούσα και μαζί απούσα,
είναι εδώ κι είναι εκεί, παντού και πουθενά...
Μια στιγμή ωστόσο μπορεί να περιέχει όλο τον κόσμο,
όλες τις επιθυμίες και τα όνειρα μαζί,
τη ζωή που έζησα κι εκείνη που δεν έζησα ακόμη
κι ίσως να μη ζήσω ποτέ,
μια στιγμή μπορεί ν' αξίζει όσο μια αιωνιότητα,
μια στιγμή αρκεί να νιώσεις την αγάπη
και ν' αφεθείς στο κενό χωρίς φτερά,
μια στιγμή ήταν αρκετή για να έρθεις στη ζωή μου
και τίποτα πια δεν ήταν το ίδιο...

Πέμπτη 8 Σεπτεμβρίου 2011

Είσαι και πάλι εδώ...

Κλείνω τα μάτια
και σκέφτομαι εσένα,
καρδιά μου ξέχνα
την ανοιχτή πληγή σου.
Με τα κομμάτια
που κείτονται πεσμένα
ζητάω να συνθέσω
και πάλι τη μορφή σου.

Είσαι και πάλι εδώ,
πώς θα μπορούσες άλλωστε να λείπεις;
Μαζί σου έμαθα να ζω
στα όρια χαράς και λύπης.
Είσαι και πάλι εδώ
στη στοιχειωμένη πολιτεία του ονείρου
κι εγώ αιμορραγώ
και πέφτω στα μισά του τελευταίου γύρου.

Οι σκέψεις μου προδότες
με γυρίζουν πίσω
κι ανοίγουνε τις πόρτες
που πάσχιζα να κλείσω
μα πριν χαθώ μες στις σκιές
το χέρι μου απλώνω,
κόβω τις γέφυρες του χτες
κι απ' την αρχή ματώνω.

Τότε μονάχα σ' αγαπώ...

Όταν μέσα στα μάτια σου μπορώ και βλέπω το γαλάζιο τ' ουρανού
και με τη σκέψη σου οδηγό σηκώνω άγκυρα γι' αλλού,
όταν στο αντίκρισμά σου πνίγομαι μα και συγχρόνως ανασαίνω
κι ενώ στις πύλες φτάνω του Παράδεισου από της Κόλασης τη σκάλα κατεβαίνω,
όταν χτυπάει το τηλέφωνο και σκέφτομαι εσένα
κι ολόγυρα στους τοίχους του σπιτιού μου τα μάτια σου βλέπω ζωγραφισμένα,
τότε μονάχα δέχομαι ότι σε αγαπάω...
Όταν μπροστά σου αισθάνομαι σαν ναυαγός στα κύματα ριγμένος
και σαν το παλικάρι του παραμυθιού από την ομορφιά σου μαγεμένος,
όταν για σένα είμαι πρόθυμος με τέρατα και δράκους να παλέψω
και σαν τον Διγενή απ' τους ληστές να έρθω να σε κλέψω,
όταν μπροστά σου ξεψυχώ μα και συνάμα ξαναζώ
κι από τα χείλη σου πίνω τ' αθάνατο νερό,
όταν στο δρόμο περπατώ και οι διαβάτες έχουνε το πρόσωπό σου
και της ψυχής μου η νυχτιά φωτίζεται από το άστρο το δικό σου,
τότε μονάχα δέχομαι ότι σε αγαπάω...
Όταν οι χτύποι της καρδιάς μου συντονίζονται με τον δικό σου τον ρυθμό
και στων ματιών σου τους καθρέπτες αντικρίζω όσα γυρεύω και ποθώ,
όταν τα χείλη σου φιλώ σαν τον πιστό που ασπάζεται ιερή εικόνα
και στου χεριού σου τ' άγγιγμα σαν στάχυ νιώθω στο μάτι του κυκλώνα,
όταν να σου μιλήσω προσπαθώ και λησμονώ τα λόγια
και όσο είμαστε μαζί να λειτουργούνε παύουν τα ρολόγια,
όταν στους δρόμους της ζωής βαδίζω μόνος σαν τυφλός
κι έρχεσαι εσύ για να μου φέρεις της αγάπης φως,
τότε μονάχα δέχομαι ότι σε αγαπάω...
Τότε μονάχα σ' αγαπώ
όταν δεν έχω πια μυαλό
να κάνω τίποτ' άλλο
παρά σαν τον κοινό τρελό
μου κυριεύεις το μυαλό
με έρωτα μεγάλο.
Τότε μονάχα σ' αγαπώ
όταν καλό μα και κακό
με βρίσκουνε συγχρόνως
και στο κορμί και την ψυχή
μπαίνουν και μένουνε μαζί
η ηδονή κι ο πόνος...

Έφυγες...

Εγώ φαντάρος στη σκοπιά
με κεντημένη την καρδιά
από της μοναξιάς τα βέλη
κι εσύ που έφυγες νωρίς
στα ξενυχτάδικα μιας άλλης γης
χορεύεις τσιφτετέλι.

Έφυγες δίχως να σκεφτείς
πως στο βιβλίο της ζωής
την ίδια είχαμε σελίδα
κι αν κάποιο μαύρο πρωινό
χέρι σε άρπαξε σκληρό
εμένα χτύπησε του πόνου η καταιγίδα.

Δεν τη μπορώ τη μοναξιά,
Θεέ μου, συγχώρα με αλλά
σ' εκείνη που αγάπησα πηγαίνω,
μια λάμψη μέσα στη νυχτιά
και είμαι πλάι σου ξανά,
δεν άντεξα το τέλος να προσμένω.

ΥΓ Άλλη μία δημιουργία από τη στρατιωτική μου θητεία, αυτή τη φορά στις σκοπιές της Λήμνου...

Τετάρτη 7 Σεπτεμβρίου 2011

Μόνο εσύ...

Μόνο εσύ
μπορείς σαν ήλιος να διώξεις τα σκοτάδια της ψυχής μου,
να ξημερώσεις τη νέα μου ζωή
ακόμη κι αν είσαι κρυμμένη πίσω απ' τα σύννεφα,
να με τυλίξεις στη ζεστή σου αγκαλιά
και να λιώσεις την παγωνιά της μοναξιάς μου,
να φέρεις το καλοκαίρι μέσα στην καρδιά του χειμώνα
και να κάνεις τα λουλούδια της ψυχής μου ν' ανθίσουνε ξανά...
Μόνο εσύ
μπορείς να με ταξιδέψεις στη γειτονιά του φεγγαριού,
με παίρνεις απ' το χέρι σαν μικρό παιδί
για να μου δείξεις τον κόσμο της αγάπης σου,
με κάνεις κι ονειρεύομαι με τα μάτια μου κλειστά,
χάνομαι μαζί σου σε διαδρομές παραμυθένιες,
μα έχω τα μάτια σου πυξίδα κι οδηγό και δεν φοβάμαι τίποτα...
Μόνο εσύ
έφερες δάκρυα χαράς στα μάτια μου,
με κάνεις να νιώθω τόσο όμορφα που ζω πρώτη φορά,
όχι, δεν είναι υπερβολή,
χάρη σε σένα μου αποκαλύφθηκε η ομορφιά του κόσμου,
χρώματα, ήχοι και αρώματα κατέκλυσαν όλο μου το είναι
σαν να στεκόμουν μάρτυρας τη στιγμή
που μέσα από το τίποτα γεννήθηκε ο Κόσμος...
Μόνο εσύ
έφερες ξανά το χαμόγελο στα χείλη μου
και καταφέρνεις να μου μιλάς με τη σιωπή σου,
με αγγίζεις και νιώθω να διαπερνάς το σώμα μου,
τα χάδια σου είναι φορές που σαν τα κύματα με κατακλύζουν
και θέλω τόσο να παρασυρθώ και να χαθώ μες στον αφρό τους,
να κόψω όλες τις ρίζες απ' το παρελθόν,
να γίνω σπόρος και να φυτρώσω απ' την αρχή σε κάποια εξωτική παραλία...
Μόνο εσύ
κρατάς στα χέρια σου το μέλλον μου,
μπορείς με μια σου λέξη να με στείλεις ψηλά στον ουρανό
ή να με καταδικάσεις σε μια ζωή χειρότερη απ' τον θάνατο,
έχεις δικά σου όλα τα κλειδιά,
της καρδιάς μου, των ονείρων μου κι αυτού ακόμη του Παράδεισου,
τι θα κάνεις άραγε, δεν ξέρω,
μα θέλω να σου πω σαν τον κατάδικο που περιμένει την εκτέλεση
μια τελευταία κουβέντα:
αν πάρεις την καρδιά που σου προσφέρω
θα σ' αγαπάω μέχρι την τελευταία μου ανάσα,
αν πάλι σκοτώσεις τα όνειρά μου
θα σ' αγαπάω ακόμη πιο πολύ
γιατί αν και νεκρός θα βρω τον τρόπο να 'μαι δίπλα σου να σε προσέχω...

Κάθε φορά που χαμογελάς...

Κάθε φορά που χαμογελάς
η γη ολόκληρη φωτίζεται σαν ήλιος
κι οι πλανήτες μπερδεύονται κι εγκαταλείπουν τις τροχιές τους
κι αρχίζουν να γυρίζουν γύρω της σαν μεθυσμένοι...
Κάθε φορά που χαμογελάς
οι νύχτες γίνονται πιο φωτεινές κι από τη μέρα
και το φεγγάρι πασχίζει μάταια
να κλέψει λίγη απ' τη δική σου λάμψη
μα τελικά νικημένο
έρχεται και τρεμοσβήνει στα χέρια σου...
Κάθε φορά που χαμογελάς
οι σοφοί αυτού του κόσμου ανακαλύπτουν νέες θεωρίες
κι οι γιαγιάδες πλάθουν νέα παραμύθια
μα καμία επιστήμη και κανένας θρύλος δεν θα μπορέσουν ποτέ
να περιγράψουν το δικό σου μεγαλείο...
Κάθε φορά που χαμογελάς
ο άνεμος ερωτεύεται απ' την αρχή τη θάλασσα
κι ο ήλιος τη σελήνη
και τ' άστρα σαν μικρά παιδιά
ξεχύνονται για να στολίσουν τα μαλλιά σου...
Κάθε φορά που χαμογελάς
ανοίγει μια πύλη σε αυτόν εδώ τον κόσμο
που βγάζει στη χώρα των ονείρων,
εκεί όπου όλα είναι δυνατά και όμορφα,
δεν έχει μη και δεν,
αρκεί ένα μονάχα βήμα για να βρεις την ευτυχία
κι αυτή η ευτυχία δεν έχει ημερομηνία λήξης, κρατάει για πάντα...
Κάθε φορά που χαμογελάς
σαστίζουν οι άγγελοι στον Παράδεισο,
ήδη διαδίδονται ιστορίες ανάμεσά τους για ένα ασύλληπτο φως
που κανείς δεν ξέρει πώς δημιουργήθηκε και πότε πρωτοφάνηκε
μα όλοι είναι σίγουροι ότι είναι κάπου στη γη
και κάποιοι σκέφτονται ήδη να το αναζητήσουν,
οι πιο τολμηροί μάλιστα πιστεύουν
ότι όσα έχουν διδαχτεί απ' την αρχή του χρόνου είναι λάθος,
ο αληθινός Παράδεισος δεν είναι ο δικός τους,
πώς θα μπορούσε ένα τέτοιο φως να βρίσκεται έξω απ' τον Παράδεισο;
Κάθε φορά που χαμογελάς
φοβάμαι,
νιώθω τη λογική να φεύγει και να με αφήνει μόνο μου στα σύνορα της τρέλας,
δεν είναι τόσο η ύπαρξή σου αυτή που με τρελαίνει,
πάντοτε πίστευα στ' αερικά και τις νεράιδες,
είναι η αγάπη σου που δεν μπορώ ν' αποδεχτώ,
πώς ένα πλάσμα τόσο υπέροχο και σπάνιο αγάπησε εμένα,
δεν το χωράει το μυαλό μου,
αν δεν ονειρεύομαι πρέπει να είμαι σίγουρα τρελός
κι εσύ πλάσμα της αχαλίνωτης φαντασίας μου
αλλά και πάλι πώς θα μπορούσα να πλάσω έναν άγγελο σαν εσένα,
αν η αγάπη αυτή είναι αληθινή ας τρελαθώ,
δεν με πειράζει,
και με όση λογική μου έχει απομείνει
λίγο πριν χαθώ θα σου φωνάξω:
Χαμογέλα, αγάπη μου,
χαμογέλα για μια τελευταία φορά
κι ας μου κάψεις το μυαλό...

Τρίτη 6 Σεπτεμβρίου 2011

Είσαι μακριά...

Κάθε φορά που κλείνω τα μάτια
έρχεσαι στα όνειρά μου και σε παίρνω αγκαλιά,
σου δίνω αμέτρητα φιλιά
και σου γλυκοτραγουδώ για την αγάπη μας...
Και κάθε φορά που ξυπνάω
σε ψάχνω να μου δείξεις τον τρόπο
για ν' αντέξω άλλη μια μέρα μακριά σου...
Δεν είναι εύκολο
μα τώρα ξέρω πως υπάρχεις
κι αυτό είναι αρκετό,
παλιά ήσουν όνειρο, ευχή κι ελπίδα,
ταξίδι του νου και της καρδιάς
μα τώρα είσαι εδώ άγγελέ μου...
Είσαι μακριά
μα εγώ σε βλέπω ομορφιά μου,
είσαι μακριά
μα σου μιλάω και μ' ακούς,
είσαι μακριά
μα της ψυχής μου τα φτερά
θα με φέρνουν πάντα κοντά σου αγάπη μου...

Σάββατο 3 Σεπτεμβρίου 2011

Σαν το ουράνιο τόξο...

Στάζει βροχή το δάκρυ μου
κι αστράφτει στην ψυχή μου,
ο πόνος κι η αγάπη μου
συνθλίβουν το κορμί μου,
τα σύννεφα του χωρισμού
σκεπάζουνε τον έρωτά μας
και οι παγίδες του μυαλού
σκοτώνουν τη χαρά μας.

Ποιος τη βροχή να σταματήσει
και πριν η σχέση μας αρχίσει,
καράβι χτυπημένο απ' το βοριά,
να μπάζει ασταμάτητα νερά,
να βγω σαν το ουράνιο τόξο
το τέλος της αγάπης μας να διώξω.

Σαν αστραπή τα λόγια σου
με τύλιξαν στη φλόγα σου
κι ένας αγέρας να φυσά
θαρρείς απεγνωσμένα
για να καλύψει τη σκια σου
μα πριν προλάβεις να χαθείς
με χέρια υψωμένα
θα σου φωνάξω σ' αγαπώ
και στην αντάρα της βροχής,
σπονδή στα περασμένα,
με την ουράνια φωτιά
την πεταμένη μου καρδιά
δώρο θα κάνω στον Θεό.


Σαν τον ληστή...

Ο ήλιος ξεμακραίνει
κι η μέρα που χωλαίνει
το σύνθημα μου δίνει
πως ήρθε η ώρα εκείνη.
Τ' ολόγιομο φεγγάρι
και τ' άστρα σαν κουμπάροι
με πήραν απ' το χέρι
και μ' έφεραν μπροστά σου
κι ένα τρελό αστέρι
μου τάζει την καρδιά σου.

Σαν τον ληστή στην κάμαρά σου
θα ζητήσω απόψε την καρδιά σου,
θα γυρέψω πασπαρτού
την ψυχή σου για ν' ανοίξω
κι απ' το κάστρο του μυαλού
ανεμόσκαλα θα ρίξω
κι όταν μέσα σου χωθώ
κάθε πόρτα θα κλειδώσω
κι αν δεν πεις το σ' αγαπώ
το κορμί σου θα στοιχειώσω.

Νιώθω τα πόδια μου βαριά
σαν δέντρα ριζωμένα
μα το φεγγάρι από ψηλά,
λαχτάρα μου,
με οδηγεί σε σένα.
Τα μάτια μου δεν σε θωρούν
μα χαμηλοκοιτάζουν
και τ' αστεράκια τ' ουρανού
οι μοίρες μας
μου λένε πως ταιριάζουν.


Της καρδιάς το δίκλινο...

Στείλε μου ένα σήμα
του έρωτα το νήμα
να κόψουμε μαζί.
Το πρώτο κάνε βήμα
και θα 'ρθω σαν το κυμα
που ψάχνει την ακτή.

Ένα σου μονάχα νεύμα
και φωτιά μέσα στο αίμα
ξεσπάει και με καίει.
Στο αδέσποτο το βλέμμα
η αλήθεια με το ψέμα
ψάχνουν της αγάπης χρέη.

Στη σκέψη μου αντίσκηνο
θαρρώ πως έχεις στήσει
μα της καρδιάς το δίκλινο
ο έρωτας πριν κλείσει
θέλω να ξέρω αγάπη μου
αν μ' αγαπάς κι εσύ
ή στ' αδειανό κρεβάτι μου
θα φύγω απ' τη ζωή.

Κάνε μου τη χάρη
κι ορκίσου στο φεγγάρι
αλήθεια αν μ' αγαπάς
κι αν λίγο πριν σαλπάρεις
ήρθες για να με πάρεις
μαζί σου όπου πας.

Έλα και πες μου το λοιπόν
αν στην καρδιά σου το παρόν
κάθε πρωί το δίνω
ή μήπως είμαι παρελθόν
και στο παιχνίδι των λυγμών
το θύμα σου θα γίνω.


Καλημέρα ζωή...

Όταν κλείνω τα μάτια
ξέρω τι θα συμβεί,
του ονείρου παλάτια
θ' αποκτήσουν μορφή
και μια πόρτα θ' ανοίξει
στην ορμή του αγέρα
λίγο πριν μου σφυρίξει
η ζωή καλημέρα.

Καλημέρα ζωή,
άλλο ένα πρωί
που ξυπνάμε μαζί
και από την αρχή
ξεκινάω.
Καλημέρα ζωή,
σ' αγαπάω πολύ
κι ό,τι και να συμβεί
δεν σ' αφήνω γιατί
σ' αγαπάω.

Όταν κλείνω τα μάτια
ξέρω τι θα συμβεί,
στ' ουρανού τα κατάρτια
θα τεντώνω πανί
και θα δίνω το σήμα
με καρδιά καπετάνιο
για πορεία στο κύμα
και στα σύννεφα πάνω.

Όταν κλείνω τα μάτια
ξέρω τι θα συμβεί,
θα με κάνεις κομμάτια
σε μια μόνο στιγμή
ή θα δώσεις το χέρι
να σου βάλω τη βέρα
πριν μου πει με τ' αγέρι
η ζωή καλημέρα.

Υπάρχει μια λέξη...

Υπάρχει μια λέξη
που όσες φορές και να την πουν τα χείλη μου
απλά δεν την χορταίνουν,
τρυφερή σαν προσευχή μικρού παιδιού
που ψιθυρίζει την κρυφή του επιθυμία στον φύλακα άγγελό του,
απαλή σαν τελευταίο χάδι
με το χέρι να τρέμει από λαχτάρα,
ικανή να με ταξιδεύει σε άλλους κόσμους
και να υψώνει τείχη κρατώντας μακριά την πίκρα αυτού του κόσμου...
Είναι μια λέξη τόση δα μικρή,
θα μπορούσε να χωρέσει θαρρείς οπουδήποτε,
μα όποτε την ακούω ή έστω την σκέφτομαι,
η καρδιά μου πλημμυρίζει από αγάπη
και τότε ολόκληρος ο κόσμος δεν μπορεί να τη χωρέσει,
τα πάντα γύρω μου ντύνονται με μουσική και χρώμα,
η γη είναι άξαφνα τόσο μικρή και πού να με κρατήσει,
στην πλάτη μου φυτρώνουν δυο φτερά
και ψάχνω να σε βρω πριν δραπετεύσεις απ' τα όνειρά μου...
Η λέξη αυτή είναι το σύνθημα
που περίμενα ολάκερη τη ζωή μου,
τώρα πια το ξέρω πως είναι ώρα ν' αφήσω αυτόν τον κόσμο
και να χαθώ μέσα στο παραμύθι,
να ταξιδέψω στους δρόμους της καρδιάς
και να γνωρίσω τη μαγεία του έρωτα,
μη με ρωτήσεις αν φοβάμαι τους δράκους και τ' άλλα στοιχειά,
το μόνο που τρέμω είναι μη τυχόν και δεν σε βρω εκεί,
μα, όχι, δεν μπορεί, εσύ μου άνοιξες την πόρτα,
εσύ έγινες η ανάσα κι η ζωή μου,
χωρίς εσένα να ξέρεις θα χαθώ είτε σ' αυτόν είτε σε όποιον άλλο κόσμο...


Στρατιώτης θα πει...

Στρατιώτης θα πει
να κοιτάς το ρολόι
και ο χρόνος ν' αργεί
λες και είναι κονβόι
σε κλειστή εθνική.

Στρατιώτης θα πει
να σε δέρνει η βροχή
και να σκέφτεσαι εκείνη
που για πάντα θα μείνει
στης καρδιάς τη σχισμή.

Στρατιώτης θα πει
μια ζωή στη γραμμή
λόγια ξένα ν' ακούς
και να ψάχνεις ρυθμούς
στων πολλών τη σιωπή.

Στρατιώτης θα πει
του ανέμου φιλί,
σαν η μέρα χαράζει
και σε δέρνει τ' αγιάζι
να χτυπάς προσοχή.

ΥΓ Αυτό το είχα γράψει σε μία από τις πολλές σκοπιές που είχα φυλάξει στο κέντρο της Θήβας πριν αναχωρήσω για Λήμνο...


Αν φύγω...

Αν φύγω,
ο χρόνος πια θα πάψει να κυλάει
και τα ρολόγια παγωμένα θα πάψουν να πληγώνουν τη σιωπή,
σαν σύννεφο στον ουρανό ψηλά
θα φεύγω και θα έρχομαι σαν λάμψη,
θα γίνω ανάμνηση μέσα στη νύχτα,
δάκρυ σε πρόσωπα σκαμμένα από τον πόνο της απώλειας,
κομπάρσος στων ονείρων σας τις παραστάσεις,
σκια κρυμμένη πίσω απ' τα λαμπερά φώτα της υπόλοιπης ζωής σας,
ένα όνομα και μια εικόνα
που ο καιρός σιγά σιγά θα τους ξεπλύνει κάθε λεπτομέρεια...
Αν φύγω,
την αγάπη σου ποτέ δεν θα γνωρίσω,
θα ταξιδέψω στο άγνωστο με τις βαλίτσες αδειανές
και ο δεσμός που είχαν υφάνει οι ψυχές μας
θα σπάσει σαν κλαδί σε καταιγίδα,
τι κι αν υπήρξες το άλλο μου μισό,
ο λόγος που γεννήθηκα ήταν για να σε βρω,
μα να που τώρα γύρισε σελίδα στο βιβλίο της η μοίρα
και η ζωή μου χάθηκε σαν φλόγα στο φύσημα του ανέμου...
Κι όμως ένα πρωί δίχως καμια αιτία
από την άκρη των ματιών σου θα δραπετεύσει ένα δάκρυ,
τα μάτια σου θα νιώσεις να πονάνε
και την καρδιά σου να χτυπάει σαν τρελή,
τα γόνατά σου θα λυγίσουνε σαν δέντρα μες στην καταιγίδα
κι η πίκρα μέσα σου σαν χελιδόνι θα φωλιάσει,
θα σου φανεί παράξενο,
θα τ' αποδώσεις στη βροχή,
σε κάποια ξαφνική μελαγχολία του φθινοπώρου
κι αν τύχει το ίδιο βράδυ και μ' ονειρευτείς δεν θα μ' αναγνωρίσεις,
πώς θα μπορούσες άλλωστε, για σένα δεν υπήρξα
κι όταν το επόμενο πρωί γλυκοξυπνήσεις
θα σβήσεις από το μυαλό σου κάθε ανάμνηση
μα μέσα στα βάθη της ψυχής σου, δίχως εσύ να ξέρεις,
θα με θρηνεί αιώνια κάποια κρυφή σου αίσθηση...


Τέσσερις εποχές...

Τα δέντρα ρίχνουνε τα φύλλα
μα του Παράδεισου τα μήλα
θα μένουν πάντα στο κλαδί
κι αν οι βροχές μας χώρισαν
τα μάτια μας συμφώνησαν
πως θα 'μαστε μαζί.

Κι αν ο χειμώνας κυβερνά
θα μας θερμαίνει τα κορμιά
του έρωτα η λαμπάδα.
Ας είναι παγωμένα τα νερά,
εμείς θα κάνουμε ξανά
στον ουρανό βαρκάδα.

Τέσσερις εποχές σε μία
ο έρωτας που ζούμε
κι ο χρόνος αμαρτία
που δήθεν αγνοούμε
κι αν ο κύκλος κλείσει     
κανένας δεν θ' αφήσει
τον άλλο να πληρώσει.
Αυτός που θα θελήσει
τον άλλο να χτυπήσει
πρώτος θα ματώσει.

Και λίγο η άνοιξη πριν έρθει
μέσα στου έρωτα τη μέθη
θα μας ξυπνήσει ο ήλιος αγκαλιά
και πριν τα πρώτα χελιδόνια
φωλιά θα χτίσουν στα σεντόνια
τα σώματά μας σαν πουλιά.

Στη ζέστη του καλοκαιριού
από τις στάλες του φιλιού
θα ξεδιψάνε οι ψυχές μας
κι όσο ο χρόνος θα περνά
θα δυναμώνουν τα δεσμά
που δένουν τις ζωές μας.


Πού είσαι;

Πού είσαι;
Σε ποια λησμονημένα όνειρα
προσμένεις σιωπηλή να επιστρέψουν οι αναμνήσεις μου;
Ντύθηκες το φως
ή κρύφτηκες μες στις σκιές;
Αγάπησες τον θάνατο
ή δεν γεννήθηκες ακόμη;
Υπήρξες έστω και για μια στιγμή
κάπου εκεί έξω;
Σ’ έπλασα, σε φαντάστηκα,
σε ονειρεύτηκα
ή μήπως σε συνάντησα κι έπειτα σ’ έχασα;

Πού είσαι;
Ξεκλείδωσα όλες τις πόρτες του μυαλού μου
μα δεν σε βρήκα πουθενά.
Το είδωλό σου
παραμονεύει στους καθρέπτες των ματιών μου
κι έχω ακόμη
τα σημάδια της αγάπης σου
τυπωμένα στης καρδιάς μου το κρυφό βιβλίο.
Κλείνω τα μάτια για να σ’ ονειρευτώ,
μα το πορτραίτο σου λευκό
κι εγώ ζωγράφος δίχως έμπνευση
γυρεύω τη μορφή σου.

Πού είσαι;
Σε ποιον θεό πρέπει να προσευχηθώ
για να σε φέρει εμπρός μου;
Ποιος όρκος είναι αρκετός
ν’ ανοίξει η πόρτα από τη φυλακή σου;
Βρίσκεσαι μακριά μου
ή πλάι μου προσμένεις τη στιγμή
που, αν και τυφλός, θα αισθανθώ
σαν φάρο μες στη θύελλα τον ήχο απ’ τη φωνή σου;
Απλώνω τα χέρια να σ’ αγγίξω,
μα ξεγλιστράς σαν φάντασμα
από την άδεια αγκαλιά μου.

Πού είσαι;
Ρώτησα τον ήλιο,
αν κάποιο πρωινό καλοκαιριού
μπόρεσε να χαϊδέψει τη γύμνια του κορμιού σου.
Ρώτησα το φεγγάρι,
αν κάποιο δειλινό του Αυγούστου
τρύπωσε σαν κλέφτης μέσα στην κάμαρή σου.
Ζήτησα από τ’ αστέρια
να μου αποκαλύψουνε τις πιο κρυφές ευχές σου
κι ανάγκασα τον άνεμο
να ψιθυρίσει μυστικά
στ’ αυτί σου τ’ όνομά μου.

Πού είσαι;
Θέλω να τρέξω στο κατόπι σου,
μα δεν γνωρίζω πού να ψάξω.
Ξεθώριασαν τα ίχνη σου
κι η μόνη απάντηση
ο ειρωνικός αντίλαλος της ίδιας της φωνής μου.
Στάλα τη στάλα
χύνεται το αίμα της καρδιάς μου
απ’ τα καρφιά που ο Έρωτας ετοίμασε για μένα.
Κι αν έρθει τελικά ο θάνατος,
στερνή μου επιθυμία
να δώσει την απάντηση που μια ζωή γυρεύω.
Πού είσαι;

Αν ήμουν...

Αν ήμουν δέντρο,
θα ήμουν δέντρο φθινοπωρινό,
τα φύλλα μου κιτρινισμένα, στα πόδια μου σωρός,
οι ρίζες μου αδύνατες, χωρίς νερό, χωρίς ζωή,
να περιμένουνε καρτερικά το φύσημα του ανέμου
και της βροχής το ξέσπασμα, του κεραυνού τη φλόγα
σαν αργοπορημένο ραντεβού με την απελπισία...
Αν ήμουν θάλασσα,
τα πλοία θα ήταν μόνιμα δεμένα στα λιμάνια,
θα ξέσχιζα τα υγρά μου ρούχα πάνω στα βράχια της ξηράς,
θα ύψωνα τέτοια κύματα που θα τρομάζανε τ' αστέρια,
θα ούρλιαζα με τη φωνή όλων των αμαρτωλών της κόλασης
κι αυτός ακόμη ο ήλιος θα δίσταζε να δύσει στη γαλάζια αγκαλιά μου...
Αν ήμουν δάκρυ,
θα ήμουν καυτό σαν τη φωτιά κι αλμυρό σαν τη θάλασσα,
θα χαράκωνα ισόβια το πρόσωπο που πάνω του θα κυλούσα,
θα ήμουν πόνος, πίκρα και ανάμνηση,
θ' ανάβλυζα από την καρδιά μαζί με μια σταγόνα αίμα
και θα κυλούσα αιώνια στου Κωκυτού τις όχθες...
Αν ήμουν λέξη,
δεν θα τολμούσες να με πεις,
θα πλήγωνες τα χείλη, θα μάτωνες τ' αυτιά σου,
ποια γλώσσα θα μπορούσε να εκφράσει τέτοια θλίψη,
ποιος άνθρωπος ν' αντέξει το άκουσμά της,
θα ήμουν λέξη απαγορευμένη, εξόριστη στο βασίλειο της λησμονιάς...
Αν ήμουν άγγελος,
θα είχα κομμένα τα φτερά μου
και το χειρότερο θα ήταν οι δυο πληγές στην πλάτη
κι εκείνη η συνήθεια που αφηρημένος κάνω να πετάξω
κι όλο ξεχνάω πως δεν υπάρχει πια Παράδεισος για μένα,
λυπήσου με, Θεέ μου και κάνε με να ξεχάσω,
γεννήθηκα στο φως και δεν αντέχω το σκοτάδι...
Αν ήμουν έρωτας,
το βέλος μου θα ήτανε φαρμακωμένο
κι οι τρυπημένες από αυτό καρδιές θα έσταζαν φαρμάκι,
θα έχαναν το χρώμα τους, θα μαραζώναν σαν λουλούδια απότιστα,
κάθε τους χτύπος πιο αργός σαν βήματα που ξεμακραίνουν
και χάνονται μες στη νύχτα...

ΥΓ Όταν μου λείπεις, όλα μοιάζουν σκοτεινά...


Χάρτινο φεγγάρι...

Απόψε που μου λείπεις
έφτιαξα ένα φεγγάρι από χαρτί,
έσβησα όλα τα φώτα
και με τα μάτια μου κλειστά έψαξα για να σε βρω,
άραγε ακούς τους χτύπους της καρδιάς μου,
νιώθεις πόσο πολύ σε θέλω;
Τι κι αν η νύχτα είναι σκοτεινή;
Τ' αστέρια απόψε τρύπωσαν σαν κλέφτες
μέσα στο δωμάτιό μου,
χαράζουν αλλιώτικες τροχιές γύρω απ' το φεγγάρι μου,
τι κι αν είναι καμωμένο από χαρτί,
η αγάπη μας το έκανε να λάμπει σαν αληθινό,
καίει σαν φωτιά στης φαντασίας μου τον ουρανό
κι η φλόγα του μου καίει το μυαλό...
Ανοίγω το παράθυρο
κι ο άνεμος που παραμόνευε το αρπάζει
και σαν καράβι του φουσκώνει τα πανιά και τ' οδηγεί ψηλά,
τ' αστέρια ορμούνε στο κατόπι του,
μια λιτανεία από φως υψώνεται σαν κύμα,
σαν μια πομπή προσκυνητών με ολόλευκες λαμπάδες...
Ρίξε, αν θέλεις, μια ματιά στον ουρανό απόψε
και το φεγγάρι που θα δεις για σένα είναι φτιαγμένο,
θα με περάσεις για τρελό μα είναι από χαρτί
κι αν δεν πιστεύεις μάτια μου κοίταξε πιο καλά,
πριν μου το κλέψει ο άνεμος πρόλαβα κι έγραψα
για να το δεις εσύ κι όλος ο κόσμος:
ΑΓΓΕΛΕ ΜΟΥ Σ' ΑΓΑΠΩ...



Παρασκευή 2 Σεπτεμβρίου 2011

Η ομορφιά της ζωής...

Έχετε ακούσει ποτέ
κάποια μελωδία που σας έκανε
να σταματήσετε ό,τι κι αν κάνατε εκείνη τη στιγμή,
να κλείσετε τα μάτια και ν' αφεθείτε στη μαγεία της στιγμής,
να ονειρευτείτε με τα μάτια ανοιχτά,
να νιώσετε χίλια συναισθήματα και να περάσουν απ' το μυαλό σας άλλες τόσες σκέψεις;
Σας μίλησε ποτέ μια μουσική
ακόμη και χωρίς να έχει λέξεις,
νιώσατε να σας κόβεται η ανάσα
και να ζεσταίνεται η καρδιά σας σαν σπουργίτι μες στο καταχείμωνο,
να σας χαϊδεύουν αόρατα χέρια και να παίρνουν καθετί αρνητικό μακριά σας;
Έχετε ποτέ αντικρίσει τόσο όμορφο ηλιοβασίλεμα
που σας έκανε να θέλατε να είχατε φτερά
και να πετάξετε ψηλά, να χαθείτε στο απέραντο γαλάζιο τ' ουρανού,
να ταξιδέψετε μέχρι την άκρη του ορίζοντα
κι εκεί να πάρετε αγκαλιά το ίδιο το σύμπαν
και να χαθείτε μέσα σε μια έκρηξη φωτός;
Σας άγγιξαν ποτέ τόσο πολύ τα χρώματα
που έστω και για μια στιγμή πιστέψατε στο όνειρο,
είπατε στον εαυτό σας ότι ζείτε μέσα σ' ένα ζωγραφικό πίνακα,
νιώσατε τα πόδια σας να πιάνουν τον ρυθμό της καρδιάς
και στροβιλιστήκατε στους ήχους του σαν μπαλαρίνα;
Αγγίξατε κάτι που στα μάτια όλων φάνταζε ασήμαντο
κι ίσως οι πιο πολλοί δεν το είχαν καν προσέξει
κι όμως σ' εσάς ξύπνησε μια ανάμνηση από το παρελθόν,
ίσως κι από μια περασμένη ζωή, ποιος ξέρει,
σας έκανε να δακρύσετε ή να χαμογελάσετε
χωρίς καλά καλά να ξέρετε τον λόγο
και νιώσατε πως κάλλιο να σας ξερριζώσουν την καρδιά
παρά να σας το πάρουν;
Ονειρευτήκατε ποτέ κάτι τόσο όμορφο
που όλη νύχτα προσευχόσασταν κρυφά να μην έρθει το πρωί
κι όταν τελικά ήρθε το ξημέρωμα
παλέψατε να το κρατήσετε στη μνήμη σας
μα κι αν ακόμη δεν το καταφέρατε
σας άφησε μια απερίγραπτη αίσθηση που θα σας συνοδεύει όλη σας τη ζωή;
Ξενυχτήσατε ποτέ με μια εικόνα στο μυαλό
και μια τρικυμία στην καρδιά,
ζώντας ξανά και ξανά με τη σκέψη μια και μόνη στιγμή,
τη στιγμή που σας έκανε επιτέλους να πείτε στον εαυτό σας
ότι, ναι, έστω κι αν αυτή είναι η μόνη ευτυχία που θα γνωρίσω
άξιζε να έρθω στη ζωή και να κάνω αυτό το ταξίδι;

ΥΓ Η απάντηση είναι προσωπική για τον καθένα, τη δική μου τη γνωρίζεις άγγελέ μου. Η φωνή σου είναι η δική μου μουσική και το χαμόγελό σου το δικό μου ηλιοβασίλεμα, τα μάτια σου με ταξιδεύουν στο όνειρο κι η αγάπη σου δεν με αφήνει να κοιμηθώ και, ναι, άξιζε να ζήσω μόνο και μόνο για να σε γνωρίσω και να έχω την ευκαιρία να σε κάνω ευτυχισμένη...


Τετάρτη 31 Αυγούστου 2011

Μελαγχολία...

Άλλη μια μέρα χωρίς εσένα φτάνει στο τέλος της,
ο ήλιος ολοκλήρωσε ακόμη ένα του ταξίδι,
ίδιο κι απαράλλαχτο με όλα τα προηγούμενα κι όλα τα επόμενα,
ακόμη κι αν ο κόσμος όλος χαθεί κι η γη ερημώσει
εκείνος θ' ανατέλλει και θα δύει με τον ίδιο ρυθμό,
τι κι αν εμένα μου φάνηκε ατελείωτη η μέρα,
τι κι αν κάθε δευτερόλεπτο μακριά σου έμοιαζε μαρτύριο,
τι κι αν κάθε φορά που είμαι μακριά σου
ο χρόνος σέρνεται πιο αργά κι από το σύμπαν,
για τον ήλιο κάθε διαδρομή διαρκεί 24 ώρες,
τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο...
Ένα ματωμένο ηλιοβασίλεμα απλώνεται στον ουρανό
σαν κάποιος σπλαχνικός ζωγράφος
να πήρε το αίμα της καρδιάς μου που αιμορραγεί
και να πασάλειψε με αυτό τον ορίζοντα απ' άκρη σ' άκρη,
κάπου στο βάθος ακούγονται μακρινές βροντές
από μια βροχή που τελικά δεν θα ξεσπάσει
ή μήπως είναι τα τελευταία καρδιοχτύπια πριν το τέλος;
Σιγά σιγά νυχτώνει
κι ο κόσμος αρχίζει να παίρνει το χρώμα της ψυχής μου
ώσπου ένα αλαζονικό φεγγάρι ρίχνει το φως του
στο αδειανό κρεβάτι μου,
η μοναξιά μου συνελήφθη επ' αυτοφόρω,
μες στο σκοτάδι ίσως να ξεγελούσα τον εαυτό μου,
μα τώρα η έλλειψή σου αποκαλύφθηκε,
δεν έχω τρόπο πια να υποκριθώ,
σηκώνω απλά το βλέμμα και κοιτώ τον ουρανό,
άραγε κοιτάς κι εσύ απόψε το ίδιο φεγγάρι;
Πόσο θα ήθελα να φανταστώ ότι αυτές οι δυο σκιές στην επιφάνειά του
είναι τα μάτια σου,
άραγε είσαι ξύπνια ή κοιμάσαι;
Μια χάρη απόψε σου ζητώ,
απόψε που μου λείπεις και πεθαίνω,
άσε την πόρτα των ονείρων σου ανοιχτή
κι εγώ θα τρέξω σαν τρελός για να σε βρω,
έχω ανάγκη να σε νιώσω δίπλα μου...


Σε ζωγραφίζω με το νου...

Μου λείπεις,
κάθε μέρα όλο και πιο πολύ,
αξημέρωτες οι μέρες χωρίς το δικό σου χαμόγελο,
αφέγγαρες οι νύχτες χωρίς τη λάμψη των ματιών σου,
μαίνεται μέσα μου η θύελλα της απουσίας σου
και το καράβι της καρδιάς μου κλυδωνίζεται,
κάπου στο βάθος υψώνονται τα βράχια της απελπισίας,
μα όχι, είναι νωρίς ακόμη, αντέχω,
έχω για φάρο την ανάμνησή σου και συνεχίζω,
θα φτάσω στο λιμάνι του γυρισμού σου
και δεν θα σ' αφήσω να μου φύγεις ποτέ ξανά,
μη με ρωτάς γιατί,
ακόμη κι ο πιο γενναίος δεν μπορεί
να περάσει την Κόλαση για δεύτερη φορά...
Σε φέρνω στο μυαλό μου,
πλάθω εικόνες με την φαντασία μου,
παλεύω από κάπου για να κρατηθώ,
είναι τόσο αφιλόξενες οι θάλασσες της μοναξιάς που ταξιδεύω,
έχω ανάγκη ένα ψέμα να με νανουρίσει,
ν' αποκοιμίσει τον φόβο και την αγωνία μου,
να με πάρει από το χέρι σαν μικρό παιδί
και να με φέρει κοντά σου, έστω σ' ένα όνειρο...
Σε ζωγραφίζω με το νου
να στέκεσαι στην άκρη ενός βράχου σε κάποιο μακρινό νησί,
το βλέμμα σου οργώνει τη θάλασσα πέρα μακριά
και δεν το σταματάει ούτε καν ο ορίζοντας,
φοράς ένα σκούρο μακρύ φόρεμα,
στο χρώμα μιας νύχτας χωρίς αστέρια
και τα μαλλιά σου πέφτουν πίσω σου σαν καταρράκτης,
είναι απίστευτο πόσο μεγάλωσαν σε λίγες εβδομάδες,
αλλά στα όνειρα όλα είναι δυνατά κι όλα αλλάζουν,
το φόρεμά σου χάνεται μες στις σχισμές των βράχων,
νομίζω πως ακούω το θρόισμά του στα χάδια του ανέμου,
μυρίζω τα λουλούδια που έστρωσαν χαλί στα πόδια σου,
μοιάζεις με νεράιδα που γεννήθηκε σε μια στιγμή μέσα απ' τη γη
κι όλα της φύσης τα στοιχειά υποκλίνονται μπροστά σου,
θάλασσα, γη κι αέρας συναγωνίζονται για την εύνοιά σου,
παλεύουν μεταξύ τους με λύσσα σαν μνηστήρες...
Στο χέρι σου κρατάς ένα λουλούδι,
μοιάζεις έτοιμη να το πετάξεις μες στα κύματα,
αλλά όχι, είναι ένα ιδιαίτερο λουλούδι,
είναι το άνθος της αγάπης μας,
κόκκινο σαν ηλιοβασίλεμα απ' το αίμα της καρδιάς,
θα το κρατάς για πάντα
να σου θυμίζει τη μέρα που γίναμε ένα...
Τα κύματα σφυροκοπούν τα βράχια λούζοντας τα πάντα στον αφρό τους,
ο άνεμος ουρλιάζει σχεδιάζοντας με χέρι αόρατο πτυχές στο φόρεμά σου
κι η γη σου δείχνει τα πιο όμορφα άνθη της,
μα εσύ αδιαφορείς, κρατάς ακόμη πιο γερά το λουλούδι μας
κι ατενίζεις πέρα μακριά,
τι κι αν μοιάζει αδύνατο, εσύ μπορείς,
βλέπεις το καράβι της καρδιάς μου να παλεύει μες στην θύελλα,
σχεδόν ακούς το ταλαιπωρημένο του σκαρί να τρίζει
κι απλά χαμογελάς...
Είναι μια μαγική στιγμή,
μοιάζει ν' ανέτειλαν μαζί ο ήλιος και το φεγγάρι,
ένα παραδεισένιο φως λούζει τα πάντα με τη λάμψη του
κι οι θάλασσες του νου μου γαληνεύουν,
ρίχνω άγκυρα και κλείνω τα μάτια,
λίγο πριν κοιμηθώ είμαι σίγουρος πως από κάπου μακριά
έρχεται μια υπέροχη γνώριμη μυρωδιά
που μοιάζει με άρωμα λουλουδιών...


Μεταμορφώσεις...


Στην έρημο των παθών μου
ταξιδεύω με της φαντασίας μου το καραβάνι
και σαν σ’ απόκριση των προσευχών μου
με οδηγεί μια μάγισσα στου πόθου το λιμάνι
και με του δράκου την πνοή δίχως εσύ να νιώσεις
με υποβάλλει σ’ άπειρες κρυφές μεταμορφώσεις.
Γίνομαι καθρέπτης
για να μπορώ να σ’ αντικρίζω κάθε μέρα,
γίνομαι δάκρυ
για να βρεθώ προσκυνητής στο βελουδένιο πρόσωπό σου,
γίνομαι αγέρι
και της πνοής μου τ’ άγγιγμα χαϊδεύει τα μαλλιά σου,
γίνομαι μελωδία
κι εσύ σαν μπαλαρίνα στροβιλίζεσαι στις νότες της καρδιάς μου,
γίνομαι άρωμα
κι εσύ με γεύεσαι αχόρταγα όπως η μέλισσα το νέκταρ,
γίνομαι κύμα
κι εσύ δελφίνι χάνεσαι στου πόθου τους αφρούς,
γίνομαι χρυσή βροχή
κι εσύ το δέντρο που ποθεί στο διψασμένο φύλλωμα για πάντα να με κλείσει,
γίνομαι νύχτα
κι εσύ χωρίς ντροπή αφήνεσαι γυμνή στην αγκαλιά μου,
γίνομαι σεντόνι
για να σκεπάσω ερωτικά κάθε κομμάτι του κορμιού σου,
γίνομαι όνειρο
για να χωθώ στη σκέψη σου έστω κι ένα βράδυ,
γίνομαι φεγγάρι
για να μπορείς να λούζεσαι στο φως του Παραδείσου,
γίνομαι πεφταστέρι
κι εσύ πριγκίπισσα στο κάστρο σου μου ψιθυρίζεις την ευχή σου.
Γίνομαι , γίνομαι , γίνομαι,
ολάκερη ζωή μορφές αλλάζω,
χιλιάδες ρόλους υποκρίνομαι,
φανταστικός Πρωτέας που διστάζω
σαν άνθρωπος προς άνθρωπο να’ρθω να σου μιλήσω
και με τα λόγια της καρδιάς
ψυχή και σώμα δίνοντας αγάπη να ζητήσω
προτού τα βέλη της φωτιάς
με κατακάψουν σύγκορμο σαν το κερί που λιώνει
δίχως κι ο Μέρλιν έπειτα το Χάρο να σκοτώνει...

Επιθυμίες...


Θα ήθελα
να κάνω τα φύλλα να σταθούν στο φθινοπωρινό το δέντρο ,
να πλημμυρίσουν στάλες της βροχής τη διψασμένη μου καρδιά ,
οι νύφες τ’ ουρανού κάθε Χριστούγεννα
να περιμένουν το γαμπρό στ’ ανθρώπινα κατώφλια ,
ν’ ακούσω τους ήχους των χρωμάτων
και να συνθέσω ένα ουράνιο τόξο ,
να αισθανθώ το άρωμα της κάθε νότας χωριστά ,
να χαιρετίσω το είδωλό μου στον καθρέπτη ,
να ξυπνήσω ένα πρωί δίχως να φύγει τ’ όνειρο ,
να φιλήσω το μέτωπο των προγόνων μου
μέσα από τ’ αρχαία κείμενα ,
να παγώσω μ’ ένα φύσημα των ρολογιών τους δείχτες ,
να γίνω ένα με το φως στο σύμπαν βυθισμένος ,
να αισθανθώ τη γήινη ανάσα στο δαχτυλίδι της φωτιάς ,
να μείνουν πάντα πλάι μου εκείνοι που αγάπησα
έστω και σαν φαντάσματα με ρίζες σ’ άλλους κόσμους ,
ν’ αγγίξω τη σκιά μου
κι έπειτα να κόψω τα δεσμά που μας ενώνουν ,
να γεμίσω τα πνευμόνια μου νερό
και να χαθώ μαζί με τα δελφίνια ,
ν’ αψηφήσω τη βαρύτητα
και να πετάξω μακριά παρέα με τα χελιδόνια ,
στα σύνορα θανάτου και ζωής το διαβατήριο να χάσω ,
να βρω ένα δρόμο στη ζωή και να τον περπατήσω
κι αν την Ιθάκη μου δε βρω θ’ αρκεί που πήγα κάπου ,
να βρω νερό στην έρημο κι αγάπη στην ψυχή μου ,
να συναντήσω την άγνωστη αγαπημένη που ίσως κάπου
να μ’ αποζητά
και που , ποιος να ξέρει αλήθεια , 
ίσως κάποτε κι εκείνη με τους στίχους να μου πει το δικό της σ’ αγαπώ...

ΥΓ Η άγνωστη αγαπημένη έχει πλέον όνομα,
τι κι αν δεν γράφεις στίχους,
πώς να χωρέσεις σε λέξεις το χαμόγελο και τη ματιά σου;


Θα σε βρω...

Ξέρεις τι δεν θα μπορούσαμε ποτέ να κάνουμε εμείς οι δύο;
Να παίξουμε κρυφτό,
μη γελάς,
αλήθεια σου το λέω, δεν γίνεται...
Ακόμη κι αν μου έκλεινες τα μάτια
θα συνέχιζα να σε βλέπω με τα μάτια της ψυχής μου,
το φως της ομορφιάς σου θα έκαιγε
τα κλειστά μου βλέφαρα
κι εγώ θα σ' έβρισκα σαν νυχτοπεταλούδα,
θ' άκουγα το χτυποκάρδι σου
να με καλεί σαν τη καμπάνα τον πιστό
να 'ρθω να προσκυνήσω άγγελέ μου,
η αγάπη σου κι η σκέψη σου θ' άφηναν παντού τα ίχνη τους
κι εγώ απλά θ' ακολουθούσα
το μονοπάτι που θα χάραζε η μυρωδιά σου,
μας δένει μια αόρατη κλωστή,
πώς να σε χάσω αγάπη μου,
πιο εύκολο το έχω να χάσω τον εαυτό μου,
τα βήματά μου έρχονται στο κατόπι σου,
τα χέρια μου σε νιώθουν μέσα στο σκοτάδι,
ακούω τη φωνή σου να με καλεί στα όνειρά μου
και να μου λέει τα μυστικά σου,
δεν μπορείς να κρυφτείς αγάπη μου,
όπως δεν μπορώ να σου κρυφτώ κι εγώ,
πάντα θα βρίσκει ο ένας τον άλλο
σαν δυο μισά που δεν μπορούν παρά να γίνουν ένα,
πώς να κρυφτεί ο ουρανός απ' το φεγγάρι
κι η γη από τον ήλιο,
δεν γίνεται σου λέω,
όπου κι αν κρυφτείς θα σε βρω,
όπου κι αν είσαι θα σε νιώσω,
θα σε βρω,
θα πάρω ανάσα απ' την ανάσα σου
και θα συνεχίσω να ζω...


Το δώρο μου για σένα...

Ξύπνησα ένα πρωινό κι ανακάλυψα
ότι δεν είχα πια καρδιά,
κοίταξα το στήθος μου με αγωνία
αλλά δεν βρήκα την πληγή,
δεν είχε χυθεί ούτε σταγόνα αίμα.
Κι όμως ήταν ξεκάθαρο,
όσο κι αν έψαξα να βρω το γνώριμό της χτύπο,
δεν άκουσα παρά μονάχα τη σιωπή της απουσίας.
Τι είχε συμβεί;
Είχα λοιπόν πεθάνει στον ύπνο μου;
Όχι βέβαια,
το σώμα μου ήταν ζεστό
κι ένιωθα τα πάντα γύρω μου.
Έκλεισα τα μάτια, πήρα μια βαθιά ανάσα
κι άφησα τη σκέψη μου να ταξιδέψει,
τι είχε συμβεί το προηγούμενο βράδυ;
Στην αρχή δεν έγινε τίποτα,
τα πάντα ήταν θολά,
ήταν μια μέρα σαν όλες τις άλλες,
από αυτές που μένουν στη μνήμη μόνο για λίγο
κι έπειτα χάνονται σαν να μην υπήρξαν ποτέ,
σαν φύλλα φθινοπωρινά στο φύσημα του ανέμου.
Μα ύστερα θυμήθηκα,
όχι κάτι ιδιαίτερο, όχι ακριβώς μια ανάμνηση,
περισσότερο μια αίσθηση
πως κάτι ξεχωριστό συνέβη χθες, αλλά τι;
Δεν είναι περίεργο πώς λειτουργεί το μυαλό του ανθρώπου;
Μοιάζει με ουρανό πριν από την καταιγίδα,
τα πάντα είναι ήσυχα σαν να κοιμούνται,
λίγα σύννεφα εδώ κι εκεί κι αυτό είναι όλο,
δεν αξίζει να τους δώσεις σημασία
μα ξαφνικά και πριν καλά καλά το καταλάβεις
κεραυνοί και αστραπές ανατινάζουν τον ορίζοντα
κι εσύ τρέχεις να κρυφτείς,
μια μόνο σταγόνα κι αρχίζει η βροχή,
κάπως έτσι θυμήθηκα κι εγώ.
Η δική μου η σταγόνα ήταν μια μυρωδιά,
απίστευτο δεν είναι;
Δεν τη μύρισα στην αρχή
ή κι αν τη μύρισα δεν την πρόσεξα,
μα τώρα κατέκλυσε όλο μου το είναι,
πότισε μέχρι και το τελευταίο μου κύτταρο.
Αυτό που θυμήθηκα ήταν ότι έπεσα για ύπνο
και είδα το πιο όμορφο όνειρο που είχα δει ποτέ,
είδα τους ουρανούς ν' ανοίγουν
και να ξεχύνεται από μέσα τους ένα θεσπέσιο φως,
ένα φως σαν να ενωθήκανε όλα τ' αστέρια του ουρανού
κι αυτό το φως ερχόταν προς εμένα,
μπορούσα σχεδόν να το αγγίξω
μα φυσικά δεν τόλμησα κι έκανα να κλείσω τα μάτια από δέος
μα λίγο πριν πρόλαβα κι είδα το φως να παίρνει μορφή
και να ξαπλώνει δίπλα μου.
Έμεινα για λίγο με τα βλέφαρα κλειστά
μα τι περίεργο,
ακόμη κι έτσι ένιωθα το φως στο πλάι μου να με ζεσταίνει,
όλο μου το κορμί έκαιγε σαν να είχα πυρετό
μα πιο πολύ φλεγόταν η καρδιά στο στήθος μου,
άραγε να την έκαψε αυτή η φωτιά;
Αλλά τι λέω; Ένα όνειρο ήταν,
δεν μπορείς να πάθεις κακό σε ένα όνειρο
ή μήπως όχι;
Κάποια στιγμή βρήκα το θάρρος κι άνοιξα τα μάτια,
γύρισα στο πλάι και κοίταξα
κι αυτό που είδα ήταν ένας άγγελος με ολόχρυσες φτερούγες,
δυο μάτια να καίνε σαν φωτιές
κι ένα χαμόγελο που θα μπορούσε να κάνει τον ήλιο να κρυφτεί από ντροπή
κι ο άγγελος αυτός ήσουν εσύ αγάπη μου,
ξαπλωμένη δίπλα μου,
ναι, τώρα ξεκαθάρισαν όλα μέσα μου,
δεν ήταν όνειρο,
τα σεντόνια έχουν ακόμη πάνω τους τη μυρωδιά σου,
χθες ήταν η πρώτη μας φορά που κάναμε έρωτα,
χθες ένας άγγελος άφησε τον Παράδεισο για χάρη μου
κι εγώ ένας άνθρωπος θνητός
δεν βρήκα τίποτε άλλο να του δώσω παρά την καρδιά μου...


Τρίτη 30 Αυγούστου 2011

Σκόρπιες σκέψεις μιας πληγωμένης καρδιάς...

Γνωρίζεις κάποια. Στην αρχή είσαι προσεκτικός, διστάζεις και είναι λογικό. Δεν την ξέρεις ακόμη, ίσως να μην τη μάθεις ποτέ. Κάτι μέσα σου ωστόσο σε ρωτάει όπως πάντα: λες να είναι αυτή; Κάνεις ότι δεν άκουσες ή υποκρίνεσαι ότι δεν έχεις ξανακάνει τον ίδιο διάλογο ξανά και ξανά. Ρωτάς δήθεν αδιάφορα κι ας ακούς τους χτύπους της καρδιάς σου που ανεβάζουνε στροφές: Ποια; Η απάντηση αναμενόμενη, την έχεις ξανακούσει. Ακόμη δεν θυμήθηκες; Ακόμη παίζεις το ίδιο παιχνίδι; Εκείνη που περίμενες μια ζωή, έρχεται η απάντηση. Ποτέ δεν σου άρεσε αυτή η απάντηση, ίσως γιατί πάντα τη συνόδευε η διάψευση, η απογοήτευση. Καλό είναι να μην πετάς ψηλά γιατί όταν έρθει η ώρα να πέσεις θα πονέσεις περισσότερο και όταν έχεις να κάνεις με τους ανθρώπους είναι πολύ πιθανό να πέσεις. Βλέπεις, οι άνθρωποι το έχουν αυτό, να σου κόβουν τα φτερά πάνω που τα χρειάζεσαι περισσότερο από κάθε άλλη φορά, να σου σβήνουν το χαμόγελο από το πρόσωπο κι απ' την ψυχή. Γιατί αλήθεια το κάνουν αυτό;

Όχι αυτή τη φορά, όχι πάλι. Δεν θ' αφήσεις κανένα να σου γκρεμίσει τα όνειρα, να σ' ανεβάσει ψηλά και ξαφνικά ν' ανοίξει τα χέρια του και να σε πετάξει στο κενό. Όχι, τώρα που ξέρεις δεν θα κάνεις τα ίδια λάθη. Και τότε έρχεται εκείνη κι όταν λες εκείνη βάλε όποιο όνομα θες στη θέση της αντωνυμίας, άλλωστε γι' αυτό υπάρχουν οι αντωνυμίες, για να κρύβουν ονόματα και να καλύπτουνε πληγές, για να μπορείς να μιλάς για εκείνη και να μην το ξέρει κι αν το δει να της πεις όχι, δεν εννοούσα εσένα, πώς θα μπορούσα; Εσύ όμως ξέρεις ποια εννοείς γιατί στην καρδιά δεν έχει χώρο για αντωνυμίες, μόνο για ονόματα, ονόματα που χαράζονται ανεξίτηλα στη μνήμη κι άντε μετά να τα σβήσεις...

Έρχεται λοιπόν εκείνη και μ' ένα χαμόγελο, ένα άγγιγμα, ένα βλέμμα, δυο-τρεις κουβέντες μπορεί τυχαίες μπορεί και όχι κάνει το πρώτο ρήγμα στην άμυνα που τόσο προσεκτικά είχες σχεδιάσει. Αυτό ήταν, όλα καταρρέουν, σαν ένα τεράστιο ντόμινο που με το πρώτο κομμάτι είναι καταδικασμένο στη συντριβή και την πτώση. Το μυαλό σου αρχίζει τα δικά του, τη σκέφτεται, τη θυμάται, την αναζητά, τη συνδέει με ένα σωρό σχετικές και άσχετες εμπειρίες και πολύ σύντομα ό,τι και να δεις, ν' ακούσεις και να σκεφτείς έχει σχέση μαζί της. Όλα στη θυμίζουν σαν μια τεράστια συνωμοσία που στήθηκε μόνο και μόνο για να σε τρελάνει, μια συνωμοσία που λέγεται έρωτας. Τη βλέπεις όταν είσαι ξύπνιος στα πρόσωπα των περαστικών και όταν δεν είσαι στα όνειρά σου. Νομίζεις ότι όλοι μιλάνε γι' αυτή κι ακούς παντού τον ήχο της φωνής της, τα βήματά της, το κινητό σου να χτυπάει στον ρυθμό που διάλεξες ειδικά γι' αυτή. Ξαφνικά, αυτή που δεν υπήρχε καν στη ζωή σου γίνεται η ζωή σου...

Κι εκείνη τι κάνει γι' αυτό; Σου λέει ότι έχεις κάνει λάθος; Σε ξυπνάει απ' το όνειρο πριν να είναι αργά; Όχι βέβαια. Σε ρίχνει ακόμη πιο βαθιά στο πηγάδι, σου λέει λόγια που δεν μπορεί να ερμήνευσες στραβά, ότι θα είναι αιώνια δική σου, ότι θα είναι για πάντα εκεί, πόσο σε χρειάζεται, της είσαι απαραίτητος, σε σκέφτεται συνέχεια και άλλα τέτοια που σε σπρώχνουν όλο και πιο βαθιά κι άντε μετά να ξεκολλήσεις...

Τότε το παίρνεις απόφαση. Είσαι ερωτευμένος, βρήκες τον έρωτα της ζωής σου, οπότε ποιος ο λόγος πια να φυλάγεσαι. Στα κομμάτια οι φόβοι, οι ανασφάλειες κι οι πικρές εμπειρίες του παρελθόντος. Βάζεις τα καλά στην ψυχή και την καρδιά σου, αυτά που είχες φυλάξει από την προηγούμενη φορά και στα είχαν τσαλακώσει μαζί με τα αισθήματά σου - είναι πάλι καλά ευτυχώς, το καθαριστήριο του χρόνου έκανε ακόμη μια φορά το θαύμα του, αλλά ως πότε; Κάποια φορά το ξέρεις πως δεν θα μπορέσεις να τα ξαναβάλεις, αλλά ελπίζεις να μη φτάσεις ως εκεί - και δίνεσαι με όλες σου τις δυνάμεις...

Για λίγο ζεις το όνειρο, ανταποκρίνεται, νιώθει πράγματα για σένα, δεν το έκρυψε ποτέ, κάθε άλλο μάλιστα. Κι εσύ θες να την κάνεις να γελάει συνέχεια, πόσο το λατρεύεις αυτό το γέλιο, ποια μουσική θα μπορούσε να το φτάσει, θες να την ακούς συνέχεια κι ας μη σου λέει τίποτα παρά ασυναρτησίες, δεν έχει σημασία τι λέει, θες απλά να την ακούς, τον ήχο της φωνής της, την ανάσα της, να σε ξυπνάει μέσα στη μαύρη νύχτα απλά για να σου πει καληνύχτα κι ας κοιμόσουν ήδη, τι σημασία έχει; Τι πιο ωραίο από το να ξυπνάς και ν' ακούς εκείνη που έβλεπες και στ΄ονειρό σου;

Και τότε έρχεται ένα ξύπνημα διαφορετικό, αυτό της πραγματικότητας. Ξαφνικά, αρχίζει ν' απομακρύνεται, ν' αλλάζει τη σημασία των λέξεων που σου έλεγε, να παίρνει πίσω λόγια που σου είχε πει, να γίνεται μια άλλη κι όχι εκείνη που ερωτεύτηκες κι εσύ δεν το πιστεύεις, δεν θες να το πιστέψεις κι έτσι βρίσκεσαι ξανά πρωταγωνιστής στο ίδιο θέατρο του παραλόγου, να προσπαθείς να κερδίσεις μια μάχη που είναι ήδη χαμένη. Κάνεις υποχωρήσεις, συγχωρείς, ρίχνεις τον εγωισμό σου, επιστρατεύεις όλο σου το οπλοστάσιο μόνο και μόνο για να τη δεις να φεύγει ακόμη πιο γρήγορα. Τι άλλο πια να κάνεις; Πόσες φορές να πεθάνεις για χάρη της; Μόνο μία μπορείς και θα το έκανες αν στο ζητούσε. Της το λες κι εκείνη απλά καμαρώνει, δεν νιώθει ούτε το ελάχιστο από αυτό που της είπες, το δέχεται τόσο επιδερμικά που αναρωτιέσαι πώς μπόρεσες και την αγάπησες, πώς έδωσες την ψυχή σου σ' ένα πλάσμα που όσα ένιωσες γι' αυτή τα κατηγοριοποιεί στην ίδια θέση με το πιο γελοίο πέσιμο ή καμάκι που της έχουν κάνει άτομα που ίσως γνώρισε πριν λίγες ώρες και που το μόνο που είδαν σε αυτή ήταν το κορμί της και τίποτα άλλο...

Το βλέπεις πια, αγάπησες κάποια που δεν υπήρξε, κάποια που έπλασες εσύ στα όνειρά σου και τώρα πια μπορείς ν΄απαντήσεις γι' άλλη μια φορά: Όχι, δεν είναι αυτή εκείνη που περίμενες, ποτέ δεν ήταν. Και τότε φεύγεις, απομακρύνεσαι, δεν αντέχεις πια όλα εκείνα για τα οποία μέχρι χτες ζούσες, παύεις να τη βλέπεις παντού, τώρα δεν τη βλέπεις πουθενά, εκτός ίσως από τα όνειρά σου. Εκεί τα πράγματα είναι εκτός ελέγχου, δεν μπορείς να σκοτώσεις την ανάμνησή της, μπορείς να την ξεχνάς όσο είσαι ξύπνιος, αλλά μόλις σβήσουν τα φώτα του μυαλού εκείνη επιστρέφει. Τι κι αν δεν υπήρξε ποτέ; Τι κι αν ήταν όλα ένα ψέμα; Τι κι αν προσπαθείς να τη μισήσεις; Εκείνη επιστρέφει, έχει τον τρόπο πάντα να επιστρέφει και να σε πονάει, να σου θυμίζει πόσο ωραία ήταν όταν έστω και για λίγο έστω και ψεύτικα ένιωσες το μαγικό άγγιγμα του έρωτα...

Και τότε έρχεται η επόμενη ερώτηση: Τι θα κάνεις την επόμενη φορά; Θ' αφήσεις πάλι την καρδιά σου να σε οδηγήσει ή θα την εμποδίσεις; Νομίζω, δεν χρειάζεται απάντηση σε αυτό...

Το άλμπατρος...

Άλλη μια σελίδα από το ημερολόγιό μου όπως θα ήταν αν δεν σε είχα γνωρίσει...

Χαϊδεύω τις πληγές μου, περίεργο δεν είναι; Είναι φορές που νιώθω σαν να γεννήθηκα για να πονώ, πώς έχω πια τόσο εθιστεί στον πόνο που τον έχω ανάγκη, έχει γίνει δεύτερη φύση μου, κομμάτι της ζωής μου, αν όχι όλη η ζωή μου. Είναι φορές που πιάνω τον εαυτό μου να εύχεται κρυφά για μια καινούργια συμφορά, να ηδονίζεται στη σκέψη της απώλειας και της απογοήτευσης, να ψάχνει νέες δικαιολογίες αυτολύπησης σαν να έλκεται από την απομόνωση και την απελπισία, να μην αντέχει πια το φως, να σέρνεται μέσα στα σκοτάδια σαν τρωγλοδύτης, να κρύβεται σε αυτοσχέδιες φυλακές μακριά απ' όλους και τα πάντα...

Να ήμουν περιστέρι θα πέταγα ψηλά, Ήλιε μου, να σε φτάσω, να καώ. Μου λείπουν όμως τα φτερά και ίσως το κουράγιο. Ο ήλιος με κοιτάει σαν να μου χαμογελάει. Το ξέρει και το ξέρω. Αν λύγισα στη θύελλα, θα 'ρθει και πάλι ο καιρός μου. Οι ρίζες μένουν σταθερές, τα δάκρυα ποτίσανε το χώμα. Νέοι βλαστοί θ' αναζητήσουνε το φως και με την πίκρα στήριγμα θα υψωθώ και πάλι. Είναι όμως νωρίς ακόμη. Ο σπόρος που πεθαίνει μες στη γη θ' αργήσει να φυτρώσει. Πριν γεννηθεί ο νέος μου εαυτός πρέπει να πεθάνει ο παλιός, να σβήσει, να χαθεί σαν σύννεφο μετά την καταιγίδα, να γίνει δάκρυ και καημός και να ποτίσει...

Δεν θα 'ναι ένας εύκολος θάνατος, ποτέ ο θάνατος δεν είναι εύκολος. Το χτες όσο κι αν με πονάει θέλει να ζήσει, έχει γαντζωθεί επάνω μου και προσπαθεί να με κρατήσει αιχμάλωτο, ανοίγω πόρτες και τις κλείνει, σβήνω σημάδια και μου αφήνει άλλα, μπαίνει στις φλέβες μου, γεμίζει κάθε σημείο του κορμιού μου, μιλάει, φωνάζει, σχεδόν ουρλιάζει πια για ν' ακουστεί, έχει γεμίσει το μυαλό μου με εικόνες, σκηνοθετεί κι εγώ κομπάρσος στο έργο της ζωής μου υποκρίνομαι, παίζω ρόλους, θυμάμαι, ξαναζώ και ονειρεύομαι...

Το τέλος όμως έχει ήδη ξεκινήσει. Οι χτύποι της καρδιάς σταμάτησαν χαμένοι μες στο χιόνι και το κρύο, ζεστό μονάχα πια κυλά το αίμα των πληγών μου. Το βέλος που μου κάρφωσες του Έρωτα δεν ήταν, το μήλο στο κεφάλι μου στέκεται λαβωμένο και στης ψυχής την θάλασσα βουλιάζουνε τα πλοία, έγιναν μαύρα τα νερά και έσβησαν οι φάροι. Ο άνεμος σχίζει τα πανιά, τρίζει το γέρικο σκαρί, το ξέρω, δεν θ' αντέξει, έπρεπε να 'χαμε πνιγεί απ' την αρχή του ταξιδιού κι όμως τραβάμε ακόμα. Κανείς δεν ψάχνει για ξηρά, λιμάνια δεν υπάρχουν, κανένας δεν προσεύχεται, κανένας δεν ελπίζει, στο βλέμμα ο ένας του αλλουνού βλέπει την καταδίκη...

Ένα μονάχα άλμπατρος στις παγωμένες παρυφές φωλιάζει της καρδιάς μου, μέρα και νύχτα τριγυρνά και παίζει με το κύμα, τη μια βουτάει χαμηλά και χάνεται, την άλλη υψώνεται ξανά ψηλά και πάει... Κι εγώ πιασμένος στο μεσιανό κατάρτι κάθομαι και το κοιτάω, μ' έχει στοιχειώσει η παρουσία του, νιώθω σαν γέρος ναυτικός που παζαρεύει την ψυχή του, τα καστανόλευκα φτερά του με τρομάζουν, δεν έχει έρθει τυχαία αυτό το πλάσμα εδώ, κάτι γυρεύει και νομίζω ξέρω τι, περιμένει τη στιγμή που θ' αποκοιμηθώ για να ορμήσει στα όνειρά μου, δεν πρέπει να το αφήσω, το μόνο που μου έχει μείνει πια είναι να ονειρεύομαι, αν χάσω κι αυτό θα είμαι πιο άδειος κι από σπασμένο τσόφλι, χωρίς ζωή, δίχως ελπίδα...

Καρδιά μου...

Καρδιά μου, σε είχα προειδοποιήσει μα δεν με άκουσες. Πόσες φορές πρέπει να διαβείς το ίδιο μονοπάτι μέχρι να καταλάβεις ότι καταλήγει σε αδιέξοδο; Δεν έμαθες ακόμη τη διαδρομή; Θα 'πρεπε πια να ξέρεις απ' έξω κάθε της στροφή, κάθε μικρή ή μεγάλη ανηφοριά που λίγο λίγο σε οδηγεί και πάλι στο γνωστό σου χώρο μαρτυρίου. Έχεις ποτίσει κάθε πέτρα και κάθε της ξερόχορτο με το αγνό σου αίμα κι όμως επιμένεις να κλείνεις τα μάτια, ν' αγνοείς κάθε σημάδι και σαν υπνωτισμένη προχωράς να σταυρωθείς ξανά...

Ακόμη και την ύστατη στιγμή που σου καρφώνουν τα καρφιά της άρνησης και της αχαριστίας εσύ επιμένεις να συγχωρείς, βρίσκεις δικαιολογίες κι ο μόνος που κατηγορείς είναι ο εαυτός σου. Γιατί το κάνεις αυτό; Δεν με λυπάσαι; Πώς μπορείς να συγχωρείς τους πάντες εκτός από εμένα; Ξεχνάς ότι ο πόνος σου είναι και δικός μου; Δεν βλέπεις τις πληγές στο σώμα μου και στην ψυχή μου; Στέγνωσε το στόμα μου καθώς φωνάζω σ' αγαπώ κι απάντηση καμία, τα απλωμένα χέρια μου βρίσκουνε μόνο αγκάθια, χειρότερη κι από μαστίγιο πέφτει επάνω μου η απόρριψη, χάδι κανένα και μάτια δίχως δάκρυα ψάχνουνε στήριγμα και βρίσκουν μόνο περιφρόνηση...

Κι εσύ τι κάνεις; Αγαπάς ακόμη πιο πολύ, αμετανόητα ρομαντική γυρεύεις την αληθινή αγάπη, της γράφεις στίχους και τραγούδια, κοιμάσαι κι ονειρεύεσαι κι όταν ξυπνάς παίρνεις σφεντόνα και κυνηγάς τα όνειρά σου σαν μικρό παιδί, ξεχνάς ότι τα όνειρα δεν παγιδεύονται, ακόμη χειρότερα ξεχνάς ότι τα όνειρα ζούνε μονάχα για ένα βράδυ, εφήμερες δροσοσταλίδες στο πέπλο της ψυχής που με το πρώτο άγγιγμα της ανατολής πεθαίνουνε και σβήνουνε αφήνοντας την ψυχή μας διψασμένη και στεγνή...

Δεν σ' ενοχλεί ο θάνατος. Ποτέ δεν σ' ενοχλούσε. Πιστεύεις πως η αγάπη μπορεί να τον νικήσει και να σε κάνει αθάνατη, να σου επιστρέψει το χαμένο απ' την αρχή του χρόνου κλειδί του Παραδείσου. Πόσο γελιέσαι! Πιάστηκες στον ιστό της αυταπάτης σου και ξέχασες το ίδιο σου το ψέμα. Μα δεν το βλέπεις; Η αγάπη είναι θάνατος, ο πιο γλυκός κι ο πιο σκληρός ταυτόχρονα κι είναι ένας θάνατος που δεν μπορείς μα μήτε θες και να ξεφύγεις. Σε κατατρώει λίγο λίγο σαν το σαράκι κι ούτε που αντιστέκεσαι. Το αντίθετο μάλιστα...

Απλώνεις τα χέρια και βουτάς στο κενό γιατί στην αγάπη δεν ρωτάς, δεν περιμένεις, απλά δίνεις κι εμπιστεύεσαι. Τι κι αν κάθε φορά το μόνο που παίρνεις πίσω είναι θάνατος; Πεθαίνεις κι επιστρέφεις πρόθυμη για νέες θυσίες πάντα στον ίδιο άσκοπο αγώνα και μαζί σου πεθαίνω κι εγώ και κάθε φορά ο θάνατος πονάει ακόμα πιο πολύ γιατί προστίθεται στους προηγούμενους και ήδη το φορτίο είναι βαρύ. Δεν το αντέχω άλλο αυτό. Πόσες φορές πια να πεθάνει κανείς για την αγάπη; Δεν έχω άλλες ζωές να δώσω, κουράστηκα, κλείνω τα μάτια και βλέπω μόνο πόνο, δεν ονειρεύομαι πια, στέγνωσε η ψυχή και χάθηκαν τα δάκρυα.

Καρδιά μου, σε είχα προειδοποιήσει μα δεν με άκουσες. Τώρα είναι αργά και το ξέρουμε κι οι δυο μας. Αυτός ο θάνατος θα είναι ο τελευταίος κι ετούτη τη φορά δεν θα υπάρξει ανασταση για κανένα μας. Μετράω τους χτύπους σου σαν ξεκούρδιστο ρολόι και ξέρω πως σε λίγο θα πάψεις να χτυπάς κι αυτή η σιωπή θα είναι ακόμη πιο εκκωφαντική, γιατί θα είναι η σιωπή της μοναξιάς και του θανάτου...

ΥΓ Πόσο χαίρομαι τελικά που η καρδιά μου δεν με άκουσε και σ' έφερε στο δρόμο μου...


Πεθαίνω για σένα...

Κοιτάζω το ρολόι και μετρώ τα δευτερόλεπτα που είμαι μακριά σου. 1,2,3... Πώς μπορεί κανείς να μετρήσει την αιωνιότητα; Πόσες σκέψεις να χωρέσω σ' ένα κείμενο; Πόσα συναισθήματα σε μια καρδιά; Όταν αγαπάς αλλάζουν τα μεγέθη. Η απόσταση δεν μετριέται πια σε χιλιόμετρα ούτε ο χρόνος σε λεπτά. Μου λείπεις...
Από τότε που σε γνώρισα νιώθω μισός, είμαι μισός. Ένα κομμάτι του εαυτού μου χάθηκε για πάντα και φταις εσύ γι' αυτό. Δεν σε κατηγορώ. Πώς θα μπορούσα; Είσαι η θεά μου κι εγώ ταπεινός πιστός πρόθυμος να σε λατρέψω, να σε υπηρετήσω, να σου προσφέρω την ίδια τη ζωή μου θυσία στο ναό σου...
Αν ήσουνα φωτιά, θα σ' αγκάλιαζα κι ας μ' έκαιγες, αρκεί να ένιωθα για μια στιγμή - πόση αξία αλήθεια θα 'χε εκείνη η στιγμή - τα χέρια μου στο σώμα σου. Αν ήσουν δηλητήριο, θα σ' έπινα κι ας πέθαινα, αρκεί που λίγο πριν το τέλος θ' ακούμπαγες τα χείλη μου σ' ένα στερνό φιλί...
Τίποτα πια δεν έχει νόημα αφού δεν είσαι εσύ εδώ. Νιώθω σαν άγγελος που μόλις τον εξόρισαν απ' τον Παράδεισο και βρέθηκα στη γη γυμνός και μόνος. Το κορμί μου πονάει, κρυώνει, δεν ξέρω κανένα εδώ κάτω, δεν με νοιάζει κανένας τους και τα σημάδια απ' τις σπασμένες μου φτερούγες θα μείνουνε για πάντα να μου θυμίζουνε πως κάποτε είχα τα πάντα - έτσι τουλάχιστον νόμιζα - μέχρι που ήρθες εσύ και είδα ότι χωρίς εσένα Παράδεισος και Κόλαση δεν διαφέρουν τόσο...Μου λείπεις...
Νιώθω να πνίγομαι, βυθίζομαι όλο και πιο πολύ μες στην απόγνωση, ο αέρας μου τελειώνει, ασφυκτιώ, αλλά το βλέμμα μου μόνιμα καρφωμένο στην επιφάνεια σε γυρεύει, περιμένει να με σώσεις, ν' απλώσεις το χέρι σου να με τραβήξεις και να μου δώσεις το φιλί της ζωής. Ακόμη περιμένω κι ας ξέρω πια πως δεν θα έρθεις, είναι αργά πια, το ξέρω, δεν με φτάνεις, είμαι τόσο χαμηλά που κανείς δεν με φτάνει μα δεν με νοιάζει, το μόνο που θέλω πια είναι απλά να με κοιτάξεις, να μου ρίξεις έστω μια ματιά καθώς θα πνίγομαι για χάρη σου.Το μόνο που ζητάω είναι λίγο πριν πεθάνω να έχω την εικόνα σου στα μάτια μου, σε παρακαλώ, θέλω το τελευταίο που θα δω από αυτό τον κόσμο να είναι η μορφή σου, τα μάτια σου και το χαμόγελό σου. Θέλω όταν θα πάω στον άλλο κόσμο να κάνω τους αγγέλους να ζηλέψουν, να τους πω ότι σε είδα, πως υπήρξες, ένας άγγελος πάνω στη γη που έκαψε την καρδιά μου.
Πεθαίνω... Αλλά μη μου στενοχωριέσαι, δεν θέλω να δακρύσεις για μένα, πάντα στο έλεγα αυτό, θυμάσαι; Είναι τα δάκρυά σου πολύτιμα σαν μαργαριτάρια, μην τα ξοδεύεις άσκοπα. Όχι, δεν το αξίζω, αφού δεν κατάφερα να σε κάνω να μ' αγαπήσεις δεν το αξίζω. Λυπάμαι που απέτυχα, όχι για μένα, όταν αγαπάς ξεχνάς τον εαυτό σου, για σένα μόνο με νοιάζει που αν με είχες αγαπήσει θα σου πρόσφερα ολόκληρο τον κόσμο. Δεν σε κατηγορώ. Εγώ φταίω που δεν κατάφερα να σε πείσω, η ζωή μου δεν έχει πια κανένα νόημα. Εξάλλου κράτησε τόσο λίγο...
Γεννήθηκα όταν σε γνώρισα... Πέθανα όταν κατάλαβα πως δεν μ' αγαπάς... Έζησα μόνο όσο κράτησε ένα όνειρο... Πόσο κρατάει αλήθεια ένα όνειρο; Μερικά δευτερόλεπτα; Μια ολάκερη ζωή; Τι σημασία έχει; Όταν αγαπάς αλλάζουν τα μεγέθη. Κι εγώ σ' αγάπησα πολύ κι αυτή η αγάπη με σκοτώνει. Προσπάθησα να την σκοτώσω πρώτος, δεν το κρύβω. Αλλά ήταν πιο δυνατή από μένα, ήμουν καταδικασμένος απ' την αρχή...

ΥΓ Το κείμενο αυτό το έγραψα πριν έρθεις στη ζωή μου και μ' αναστήσεις με την αγάπη σου...


Μια σελίδα ημερολογίου από ένα εναλλακτικό σύμπαν...

Προσπάθησα να φανταστώ τη ζωή μου χωρίς εσένα,
χωρίς την αγάπη σου, το χαμόγελό σου
και το αποτέλεσμα ήταν η δημιουργία ενός
εφιαλτικού κόσμου δίχως αύριο.
Φαντάσου το κείμενο που ακολουθεί
σαν μια σελίδα σχισμένη από το ημερολόγιό μου
σε ένα εναλλακτικό σύμπαν όπου εσύ δεν υπάρχεις,
δεν σ' έχω γνωρίσει και δεν έχουμε αγαπηθεί...

Ένας γκρίζος ήλιος ανέτειλε σ' έναν μαύρο ουρανό
στέλνοντας το χλωμό του φως
σ' έναν κόσμο χαμένο στο ημίφως,
σαν μεθυσμένος που μάταια προσπαθεί
να βρει τον βηματισμό του...
Η πόλη έρημη
αν και ασφυκτικά γεμάτη από ανθρώπους
ξυπνάει σιγά σιγά απ' τον λήθαργό της
μόνο και μόνο για να διαπιστώσει πως είναι παγιδευμένη
σ' έναν εφιάλτη χωρίς τέλος...
Κάπου σε μια απόμερη γωνιά αυτής της αδιάφορης πόλης
ξυπνώ κι εγώ,
ανοίγω τα μάτια μου διστακτικά,
ποιος ξέρει τι θ' αντικρίσω πάλι,
κάθε μέρα είναι χειρότερη από την προηγούμενη
παρόλο που όλες είναι μια ατέλειωτη, κενή επανάληψη,
αλήθεια, πώς γίνεται αυτό,
περίεργο δεν είναι;
Μένω για λίγο στο κρεβάτι
σαν ναυαγός που πιάνεται απελπισμένα
από μια σανίδα μέσα στο αχανές γαλάζιο,
δεν θυμάμαι τι όνειρα με ταλαιπώρησαν τη νύχτα,
αλλά σίγουρα δεν θα ήταν χειρ΄τοερα από τη ζωή μου,
πώς θα μπορούσε να ξεπεράσει ο,τιδήποτε
αυτό το γοτθικό παραλήρημα άρρωστου νου που ζω καθημερινά;
Κάποια στιγμή το παίρνω απόφαση,
τινάζω τα σκεπάσματα σαν ρίψασπις στο πεδίο της μάχης,
κάθε πρωί η ίδια ανόητη τελετουργία
σαν τυπικό λατρείας για μια ξεχασμένη θεότητα,
χωρίς νόημα, χωρίς ελπίδα,
πότε αλήθεια θα το αποδεχτώ,
πότε θα πάψω να κουνάω απεγνωσμένα
τα πιασμένα στον ιστό μέλη μου
και θ' απολαύσω ακίνητος το θέαμα του τέλους μου;
Παίρνω πρωινό, μη με ρωτήσετε τι,
οι κινήσεις μου είναι μηχανικές και το μυαλό μου ταξιδεύει,
δεν βλέπω τι τρώω ή τι πίνω, ούτε καν τα γεύομαι,
κάποτε είχαν όλα απαίσια γεύση,
τώρα δεν έχουν καν γεύση κι αυτό είναι μάλλον χειρότερο,
φαίνεται πως σιγά σιγά χάνω και τα τελευταία ίχνη των αισθήσεών μου,
μετατρέπομαι σε μηχανή που ξυπνά, καταναλώνει, παράγει και κοιμάται
και φυσικά δεν νιώθει,
αυτό ίσως είναι και το καλό του να είσαι μηχανή...
Βγαίνω έξω, ένας ακόμη αριθμός στο τεράστιο πλήθος
που μετακινείται πέρα δώθε σαν σμήνος εντόμων
παγιδευμένο σε μια τεράστια κυψέλη,
φήμες λένε πως την έφτιαξαν οι πρόγονοί μας μα δεν το πιστεύω,
αυτό το έκτρωμαδεν μπορεί να έγινε από ανθρώπινα χέρια,
αυτή η πόλη είναι μια φυλακή,
δεσμώτες και κρατούμενοι έχουν την ίδια μοίρα,
μάτια κενά, πρόσωπα χλωμά και χείλη παγωμένα,
είμαστε νεκροί μα δεν το ξέρουμε,
κανείς δεν μας το είπε
κι έτσι συνεχίζουμε να κάνουμε πως ζούμε...
Πηγαίνω στη δουλειά και βάζω καθημερινά
το δικό μου λιθαράκι στο τείχος που μας περιβάλλει,
μέρος ενός συνόλου που με αγνοεί και το μισώ
μα τι θα ήταν ο κρίκος χωρίς την αλυσίδα ή το αντίθετο,
έχουμε ανάγκη ο ένας τον άλλο
κι έτσι αυτή η φαρσοκωμωδία που λέγεται ζωή συνεχίζεται,
θέτω στόχους ν' ανέβω ψηλά και το καταφέρνω
μόνο και μόνο για να διαπιστώσω πως γίνομαι ολοένα και πιο μικρός,
τι φταίει άραγε;
Δεν τον αντέχω άλλο αυτόν τον κόσμο,
θέλω να διασκεδάσω, να ξεχάσω, να πάψω να σκέφτομαι,
να γίνω ένα με το τίποτα
κι είναι φορές που σχεδόν το καταφέρνω
μα λίγο πριν το χαμόγελο της άγνοιας ανθίσει στο πρόσωπό μου
σαν πέτρα πέφτει μια σκέψη στην άδεια λίμνη του μυαλού μου
και στέλνει προς κάθε κατεύθυνση κύματα απόγνωσης.
Ποιο καταραμένο χέρι ρίχνει κάθε φορά αυτή την πέτρα
και με γυρνάει πίσω;
Έρχεται το βράδυ κι επιστρέφω σπίτι
μα τώρα φοβάμαι να πλησιάσω το κρεβάτι,
ξέρω πως αν το κάνω, αν κοιμηθώ,
τότε όλα θ' αρχίσουν πάλι απ' την αρχή, ξανά και ξανά,
ένα αδιάκοπο ταξίδι στη χώρα του πουθενά,
πόσα βράδια έμεινα ξάγρυπνος μήπως και σπάσω αυτή την κατάρα,
μήπως λύσω τα μάγια που μ' έριξαν σε τούτη τη ζωή,
αλλά μάταια,
η ζωή μου είναι ήδη γραμμένη ό,τι κι αν κάνω,
δεν είμαι παρά μια κουκίδα στο βιβλίο της ζωής
κι αν το θελήσει ο συγγραφέας
- είναι άραγε αυτός που κάποιοι αποκαλούν Θεό; -
θα με σβήσει με μια μονοκοντυλιά.
Σβήσε με λοιπόν, με ακούς;
Σβήσε με,
γιατί αυτό που εσύ το λες ζωή
εγώ το λέω θάνατο...

Ο λάθος άνθρωπος...

Η αγάπη είναι δύσκολη...
Αγάπη σημαίνει να παίρνεις την ανηφόρα
όταν όλοι διαλέγουν τον εύκολο δρόμο,
ν' ακούς την καρδιά σου και κανέναν άλλο,
να κλείνεις τ' αυτιά στη λογική
και στις συμβουλές των άλλων,
να βλέπεις τη φωτιά και να προχωράς,
να λες δεν θα καώ
κι ούτε κι εσύ ο ίδιος να μην ξέρεις
αν έχεις δίκιο ή άδικο,
δεν έχει εξάλλου σημασία,
όταν αγαπάς δεν υπάρχει σωστό ή λάθος,
υπάρχει απλά μια φωνή μέσα σου που σε καθοδηγεί,
άραγε είναι η δική σου η φωνή,
η δική μου,
υπάρχει στ' αλήθεια αυτή η φωνή
ή είναι γέννημα της φαντασίας σου;
Δεν θες να μάθεις,
θες απλά να την εμπιστευτείς
γιατί πρέπει ν' ακούσεις κάποιον,
όχι τους άλλους,
γιατί εκείνοι δεν ξέρουν τι νιώθεις
ούτε καν εσένα
γιατί ούτε ο εαυτός σου μπορεί να σε συμβουλέψει
κι έτσι το μόνο που σου μένει είναι αυτή η φωνή
που την ακούς εσύ μονάχα,
άραγε γεννιέται μέσα στο μυαλό σου
ή στην καρδιά σου;
Δεν ξέρεις,
το μόνο που ξέρεις
είναι ότι τα βράδια είναι πιο δυνατή,
ίσως φταίει η ησυχία,
ίσως πάλι η μοναξιά και το άδειο κρεβάτι,
ίσως όλα αυτά και τίποτα μαζί,
ίσως τα έχεις χάσει τελείως,
αλλά αυτό είναι καλό πράγμα,
έτσι δεν είναι;
Αν δεν τα είχες χάσει
δεν θα ήσουν ερωτευμένος,
όταν αγαπάς τρελαίνεσαι,
ο κόσμος αλλάζει γύρω σου
ή μήπως άλλαξες εσύ και βλέπεις με άλλα μάτια;
Κάποιοι θα έλεγαν ότι δεν βλέπεις καθόλου,
ο έρωτας εξάλλου είναι τυφλός
κι εσύ τυφλώθηκες κι αγάπησες τον λάθος άνθρωπο,
έτσι σου λένε τουλάχιστον
κι ίσως να έχουν και δίκιο
μα η ζωή δεν είναι δικαστήριο
κι όταν αγαπάς αλλάζουνε πολλά,
δεν είσαι εσύ ο τυφλός αλλά οι άλλοι,
θες να τους το φωνάξεις,
να βγεις και να τους δείξεις την αλήθεια
μα πώς να δείξεις κάτι σε τυφλούς,
δεν γίνεται κι έτσι σιωπάς,
με τον καιρό αδιαφορείς,
δεν είναι αυτοί που θες να πείσεις,
δεν τους χρειάζεσαι,
δυο άτομα αρκούν να ζήσεις στον Παράδεισο
κι οι άλλοι όλοι ας μείνουνε απ' έξω...


Χωρίς εσένα...

Είσαι νερό κι είμαι φωτιά,
είσαι φωτιά και είμαι χιόνι
κι ο έρωτάς σου μαχαιριά
που την καρδιά ματώνει.
Είμαι κύμα κι είσαι βράχος,
είσαι αγέρας κι είμαι σκόνη
κι όμως μια στιγμή μονάχος
κι η απουσία σου σκοτώνει.

Χωρίς εσένα μάτια μου
σπάνε της λογικής τα φρένα,
σκορπίζουν τα κομμάτια μου
στου κόσμου την αρένα,
για σένα τώρα μόνο ζω
και χώρια σου πεθαίνω,
σαν ταξιδιώτης σε σταθμό
που έχασε το τρένο.
Χωρίς εσένα θα μετρώ
την άδεια πια ζωή μου
καθώς θα φεύγει αδιάκοπα
στου χρόνου την κλεψύδρα
και μοναχός θα πορευθώ
τη στείρα διαδρομή μου
με μόνο μου παράπτωμα
πως τόλμησα και σ' είδα.

Είσαι η άμμος κι είμαι το νερό
που αχόρταγα με πίνεις,
σαν τον Ιούδα πάνω στο σταυρό
έρχεσαι και με στήνεις.
Είσαι φλόγα κι είμαι λάδι,
που σε τρέφω και τελειώνω,
δωσ' μου ένα μόνο βράδυ
μια ζωή να στο πληρώνω.

Είσαι το φως κι είμαι σκιά
στο περιθώριο κρυμμένη,
είσαι καμπάνα σ' εκκλησιά
κι εγώ ψυχή κυνηγημένη.
Είσαι σπουργίτι που 'μεινε στην πόλη
και καταφύγιο ζήτησε
σ' ένα φτωχό ζητιάνο.
Μα τι κι αν την κουβέρτα μου
ο χρόνος κατατρύπησε;
Εγώ θα σε ζεστάνω.


Τι βρήκα σε σένα;

Τι βρήκα σε σένα;
Θυμάσαι πόσες φορές μου έχεις κάνει αυτή την ερώτηση;
Αν και είναι δύσκολο
θα προσπαθήσω να σου πω τι βλέπω όταν σε κοιτώ,
λέω θα προσπαθήσω γιατί όταν αγαπάς
είναι σαν να ζεις συνέχεια μέσα σε ένα όνειρο,
η λογική κι η μνήμη δεν δουλεύουν,
τα χρώματα κι οι ήχοι μπερδεύονται,
βλέπεις με τα μάτια κλειστά
κι ονειρεύεσαι ξύπνιος,
τη μια στιγμή πατάς στο έδαφος
και την άλλη πετάς ψηλά,
μια δίνη η ζωή κι εσύ στροβιλίζεσαι μέσα της
κι αφήνεσαι να σε παρασύρει αυτό που νιώθεις,
δεν θες να πιαστείς από πουθενά,
θες μόνο να κρατήσει για πάντα,
σαν μικρό παιδί στο λούνα παρκ
που όσες βόλτες και να κάνει ποτέ δεν θα είναι αρκετές...
Όταν σε κοιτώ
βλέπω χρυσά φεγγάρια στο πλάι των χειλιών σου
και τριαντάφυλλα ν' ανθίζουνε ανάμεσα στα μαλλιά σου,
ηλιοβασιλέματα στις λίμνες των ματιών σου
και τα χρώματα του δειλινού στα μάγουλά σου,
μεσημέρια καλοκαιριού στην κόκκινη από ντροπή μυτούλα σου
και στάλες πρωινής δροσιάς στα βλέφαρά σου.
Μην ξαναπείς λοιπόν ότι δεν είσαι όμορφη,
για μένα είσαι μια ζωγραφιά αγάπη μου...


Θα είμαι δίπλα σου...

Κάθε βράδυ γίνομαι αστέρι
κι έρχομαι πάνω από το σπίτι σου,
στέλνω το φως μου δίπλα σου,
όχι πολύ, μη σε ξυπνήσει,
ίσα ίσα να μη φοβάσαι το σκοτάδι
και σου κρατάω συντροφιά ως το πρωί...
Κι όταν γλυκοχαράζει
σου ψιθυρίζω γλυκά στο αυτί:
Ξύπνα αγάπη μου,
είναι ώρα να φέρεις τα χρώματα της αυγής στον κόσμο,
σήκω άγγελέ μου
να ομορφύνεις τον ουρανό με τις φτερούγες σου...
Κι ενώ περιμένεις στη στάση
στέκομαι δίπλα σου,
σκιά μες στο σκοτάδι
και σου κρατάω το χέρι
να 'ναι ζεστό τα κρύα πρωινά του χειμώνα...
Μέσα στο λεωφορείο
φτιάχνω σχήματα με την ανάσα μου στα τζάμια,
άραγε τα έχεις προσέξει ποτέ;
Διαρκούνε τόσο λίγο που κι ένα μόνο καρδιοχτύπι
μπροστά τους θα φάνταζε ολάκερη αιωνιότητα...
Και στη δουλειά σου
θα πάρω χίλιες μορφές για να 'μαι δίπλα σου,
θα είμαι το φύλλο που θα ρίξει επάνω σου ο αγέρας,
ο ίδιος ο αέρας που φυσά στο πρόσωπό σου,
μια σταγόνα νερού που δραπέτευσε
απ' τον κλιματισμό κι ήρθε να σε φιλήσει...
Θα είμαι δίπλα σου,
όχι για πάντα,
κανείς δεν το μπορεί αυτό,
απλά μέχρι το τέλος του κόσμου...


Κυριακή 28 Αυγούστου 2011

Το δικό μας παραμύθι...

Κάπου ζει ένα όμορφο και μελαγχολικό κορίτσι.
Όταν γελάει τα πουλιά σταματάνε για να το ακούσουν,
όταν χαμογελά ο ήλιος γεμάτος ντροπή
κρύβεται πίσω απ' τα σύννεφα
κι όταν τ' αστέρια βλέπουν τα υπέροχα μάτια του
χάνονται στο σκοτάδι της νύχτας...
Όταν το κορίτσι δεν είναι καλά
ο ουρανός δακρύζει
κι ο άνεμος φυσάει οργισμένα,
όταν κοιμάται
όλη η φύση κρατάει την αναπνοή της
να μην το ξυπνήσει
κι όταν ονειρεύεται
οι άγγελοι κρυφοκοιτάνε
τον κόσμο των ονείρων της και ζηλεύουνε...
Και κάπου ζει ένα αγόρι
ερωτευμένο με αυτό το κορίτσι.
Την σκέφτεται κάθε στιγμή,
την ονειρεύεται είτε κοιμάται είτε όχι,
τη νοιάζεται και την αγαπάει...
Ξέρει ότι είναι καλά
κι ας μην είναι πλάι της.
Πώς;
Απλά αν πάθαινε τίποτα εκείνη
η καρδιά του θα σταματούσε
την ίδια στιγμή...
Το αγόρι πάντα πίστευε στα παραμύθια
και της έκανε δώρο δυο αγγελικά φτερά.
Τι έκπληξη όμως
όταν την είδε από κοντά!
Εκείνη ήταν αληθινός άγγελος
και δεν είχε ανάγκη φτερά ζωγραφιστά.
Η ομορφιά της
δεν ήταν αυτού του κόσμου.
Πώς να ελπίσει έστω
ένα τετοιο πλάσμα να τον αγαπήσει;
Κι όμως το όνειρο έγινε αλήθεια
και δέχτηκε την καρδιά του.
Ήθελε να της δώσει τα πάντα
μα δεν είχε κάτι πιο πολύτιμο
κι όταν εκείνη του είπε
ότι η καρδιά του αξίζει τα πάντα
ένιωσε να πετά!
Έκπληκτος είδε ότι είχε φτερά
σαν τα δικά της.
Η αγάπη τους ήταν τόσο δυνατή
που τους ένωσε για πάντα...
Από τότε το αγόρι ορκίστηκε
να ζει γι' αυτό το κορίτσι.
Να το αγαπά, να το προσέχει
και να είναι δίπλα του για όλη του τη ζωή,
να γελά με τη χαρά της
και να κλαίει με τον πόνο της,
να της κρατά το χέρι και να είναι
ο φύλακας άγγελός της...
Όταν ήταν μικρό το αγόρι
έβλεπε όνειρα
κι έγραφε στίχους για την αγάπη.
Όταν μεγάλωσε
έκρυψε τα λόγια και τις εικόνες της ψυχής του
για να μην πληγωθεί...
Μα τότε ήρθε το κορίτσι
και του χάιδεψε την καρδιά
κι αυτή έκλεισε τις πληγές της
κι άρχισε να χτυπά ξανά.
Το αγόρι άρχισε και πάλι
τα όνειρα και την ποίηση...
Τώρα πια το αγόρι και το κορίτσι
έχουν γενέθλια την ίδια μέρα
γιατί η ζωή τους άρχισε την ίδια μέρα,
γιατί η ζωή τους άρχισε
τη μέρα που συναντήθηκαν ξανά.
Πρώτη φορά βρεθήκανε στα όνειρά τους...
Καμια φορά το κορίτσι τρομάζει,
κοιτάει κάτω και πέφτει
μα το αγόρι είναι πάντα εκεί για να την πιάσει
και πετάνε ξανά μαζί στο όνειρο...
Το αγόρι δεν εχει πια όνομα,
είναι απλά ο άνθρωπός της κι αυτό αρκεί.
Τι άλλο να ζητήσει;
Ούτε εκείνη έχει όνομα,
έχουν τα όνειρα όνομα;
Είναι φορές που το κορίτσι σιωπά
και δεν λέει τίποτα.
Στην αρχή το αγόρι πληγωνόταν
αλλά μετά κατάλαβε
ότι η σιωπή της
λέει το ίδιο σ' αγαπώ
κι ίσως πιο δυνατά...